Φάρμακο που χρησιμοποιείται στην αντιμετώπιση της λευχαιμίας μπορεί ενδεχομένως να αποτελέσει ισχυρό όπλο ενάντια στη σκλήρυνση κατά πλάκας, σύμφωνα με ερευνητές.


Η αλεμτουζαμάμπη φαίνεται πως σταματά την εξέλιξη της νόσου σε ανθρώπους με αρχικού σταδίου υποτροπιάζουσα σκλήρυνση κατά πλάκας-την πιο κοινή μορφή της πάθησης.

Η έρευνα του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ, που δημοσιεύεται στο περιοδικό ‘New England Journal of Medicine’ , υποδεικνύει επίσης ότι το φάρμακο μπορεί ενδεχομένως να επιδιορθώσει προηγούμενες βλάβες. Ωστόσο, μπορεί να έχει δυνητικά σοβαρές παρενέργειες, προειδοποιούν οι ερευνητές.

Οι ερευνητές υπογραμμίζουν ότι η εργασία τους είναι ακόμα σε πολύ αρχικό στάδιο.

Η αλεμτουζαμάμπη, ένας τύπος φαρμάκου που είναι γνωστό ως μονοκλωνικό αντίσωμα αναπτύχθηκε στο Κέιμπριτζ στα τέλη του 1970 και έχει χρησιμοποιηθεί από χρόνια για την αντιμετώπιση της λευχαιμίας.

Η τελευταία έρευνα που διήρκεσε 3 χρόνια, σε 334 ασθενείς με υποτροπιάζουσα σκλήρυνση κατά πλάκας που έπρεπε να αντιμετωπιστεί, ανακάλυψε ότι το φάρμακο περιόρισε τον αριθμό εμφανίσεων της νόσου κατά 74% περισσότερο σε σχέση με τη μείωση που πετυχαίνει η συμβατική θεραπεία με ιντερφερόνη β.

Άνθρωποι που έλαβαν μέρος στη δοκιμή και έλαβαν το φάρμακο ανέκτησαν ορισμένες λειτουργίες που εθεωρείτο ότι είχαν χαθεί οριστικά. Αντίθετα, άνθρωποι που έλαβαν ιντερφερόνη β έδειξαν σημάδια προοδευτικής επιδείνωσης ικανοτήτων.

Αυτό επιβεβαιώθηκε από απεικονιστικές μεθόδους εγκεφάλου, στις οποίες οι ασθενείς που έλαβαν αλεμτουζαμάμπη έδειξαν ότι ο εγκέφαλός τους είχε αυξηθεί σε μέγεθος, ενώ οι ασθενείς στους οποίους χορηγήθηκε ιντερφερόνη β εμφάνισαν συρρίκνωση του εγκεφάλου με το πέρασμα του χρόνου.

Οι ερευνητές δήλωσαν ότι τα ευρήματα υποδεικνύουν ότι η αλεμτουζαμάμπη μπορεί ενδεχομένως να επιτρέψει στον εγκεφαλικό ιστό που έχει υποστεί βλάβη να επιδιορθωθεί.

Ωστόσο, υπογραμμίζουν ότι χρειάζεται περισσότερη έρευνα για να επιβεβαιωθούν τα αποτελέσματα πριν θεωρηθεί ότι το φάρμακο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ευρέως.

Ο επικεφαλής της έρευνας Καθηγητής Alastair Compston δήλωσε ότι η αλεμτουζαμάμπη είναι το περισσότερο υποσχόμενο πειραματικό φάρμακο για την αντιμετώπιση της σκλήρυνσης κατά πλάκας και ελπίζει ότι οι δοκιμές φάσης ΙΙΙ θα επιβεβαιώσουν ότι μπορεί να σταθεροποιήσει και να επιτρέψει κάποιου βαθμού ανάρρωση σε προβλήματα που νωρίτερα εθεωρούντο μη αναστρέψιμα.

Η αλεμτουζαμάμπη επιδρά καταστρέφοντας έναν τύπο λευκών κυττάρων, τα λευκοκύτταρα, που παίζουν κύριο ρόλο στην πάθηση, προκαλώντας τη βλάβη που συνδέεται με αυτήν. Στην πραγματικότητα, έτσι κλείνει το ανοσοποιητικό επιτρέποντας την επανεκκίνησή του χωρίς το αρχικό λάθος.

Ο ερευνητής Dr Alasdair Coles, δήλωσε ότι το φάρμακο, αν δοθεί εγκαίρως, θα μπορούσε να σταματήσει αποτελεσματικά την εξέλιξη της πάθησης και να αποκαταστήσει τη χαμένη λειτουργικότητα, ευνοώντας την επιδιόρθωση του εγκεφαλικού ιστού που έχει υποστεί βλάβη.

Κατά τη διάρκεια της δοκιμής, ποσοστό 20% των ασθενών που αντιμετωπίστηκαν με αλεμτουζαμάμπη ανέπτυξε είτε υπερθυρεοειδισμό είτε υποθυρεοειδισμό. Ένας μικρός αριθμός ασθενών εμφάνισε χαμηλό αριθμό αιμοπεταλίων, καθιστώντας τους ευάλωτους σε αιμορραγία, ενώ η εξέλιξη αυτή οδήγησε έναν ασθενή στο θάνατο.

Ωστόσο, οι ερευνητές υπογραμμίζουν ότι αυτή η επιπλοκή μπορεί να αντιμετωπιστεί εύκολα αν αναγνωριστεί γρήγορα.

Ο Καθηγητής Paul Matthews, του Imperial College, του Λονδίνου, περιέγραψε τη δοκιμή ως πρόκληση, αλλά δηλώνει ότι η φαρμακευτική ουσία συνδέθηκε με παρενέργειες σε μικρό ποσοστό ασθενών, υποδεικνύοντας ότι ενδεχομένως θα μπορούσε να είναι ακατάλληλη για οποιονδήποτε ασθενή εκτός από αυτούς που έχουν την πολύ επιθετική μορφή της πάθησης.

Πηγές: ‘New England Journal of Medicine’