Σύμφωνα με μια νέα μελέτη, βρέθηκε μια ριζική, πειραματική θεραπεία η οποία μπορεί να «διαγράψει» και μετά να αναγεννήσει το ανοσοποιητικό σύστημα το οποίο έχει προσβληθεί από την νόσο της σκλήρυνσης κατά πλάκας.

24 βαριά πάσχοντες έλαβαν μέρος στην κλινική μελέτη από επιστήμονες στον Καναδά, οι οποίοι μάλιστα δημοσίευσαν και τα πρώτα αισιόδοξα αποτελέσματα. Τα ευρήματα χαρακτηρίστηκαν από τους επιστήμονες «συναρπαστικά» δεν έκρυψαν όμως και τις αμφιβολίες τους καθώς προειδοποίησαν πως η μέθοδος αυτή κρύβει κινδύνους και μπορεί να βοηθήσει ασθενείς που βρίσκονται στα αρχικά στάδια της νόσου.

Η σκλήρυνση κατά πλάκας (ή πολλαπλή σκλήρυνση, όπως είναι η σύγχρονη ονομασία της) εκδηλώνεται όταν το ανοσοποιητικό σύστημα επιτίθεται και καταστρέφει την μυελίνη ουσία που περιβάλλει τα νεύρα.

Η ουσία αυτή είναι απαραίτητη για την επικοινωνία των νευρικών κυττάρων μεταξύ τους. Όταν καταστραφεί, η επικοινωνία αυτή διαταράσσεται και έτσι εκδηλώνονται τα χαρακτηριστικά συμπτώματα της νόσου  (αδυναμία στο ένα ή περισσότερα άκρα, διαταραχή της όρασης στο ένα μάτι, παραισθήσεις, διπλωπία κ.λπ.).

Στην πλειονότητα των περιπτώσεων (στο 85%) η νόσος χαρακτηρίζεται από εξάρσεις και υφέσεις και μόνο μετά από τουλάχιστον δύο δεκαετίες ενδέχεται να μπει σε φάση σταθερής, προοδευτικής επιδείνωσης (αυτή η μορφή αποκαλείται υποτροπιάζουσα).

Ωστόσο στο περίπου 10% των περιπτώσεων, επιδεινώνεται προοδευτικά ευθύς εξαρχής, δίχως να παρουσιάζει διαστήματα ύφεσης (πρωτοπαθώς εξελισσόμενη μορφή).

Η θεραπεία έχει ως εξής

Για να μπορέσει να αντιμετωπιστεί αυτή η ασθένεια χρειάζεται να γίνει στον ασθενή μεταμόσχευση βλαστοκυττάρων. Οι γιατροί συλλέγουν βλαστοκύτταρα από τον ίδιο τον ασθενή και στην συνέχεια τα εμφυτεύουν πάλι στον οργανισμό τους χρησιμοποιώντας παράλληλα και την χρήση χημειοθεραπείας.

Η μέθοδος αυτή αποκαλείται μεταμόσχευση αυτόλογων αιμοποιητικών βλαστοκυττάρων (HSCT) και έχει ως στόχο να αφαιρεθούν τα ανοσοποιητικά κύτταρα που ευθύνονται για την καταστροφή της μυελίνης ουσίας και να ξαναρυθμιστεί το ανοσοποιητικό σύστημα.

Τα αποτελέσματα

Οι περισσότεροι από τους ασθενείς που συμμετείχαν στην μελέτη ήταν άνθρωποι ηλικίας 18-50 ετών και αυτοί που έδειξαν να καλυτερεύουν ήταν τα άτομα πιο νεαρής ηλικίας. Όλοι τους, εξάλλου, παρουσίασαν μείωση της εγκεφαλικής ατροφίας στα επίπεδα που έχουν οι υγιείς συνομήλικοί τους και μερικοί κατόρθωσαν να επιστρέψουν στη δουλειά ή στο σχολείο τους, ανέκτησαν την ικανότητα να οδηγούν ή παντρεύτηκαν και απέκτησαν παιδιά.

Οι επιστήμονες συνεχίζουν ακόμα και σήμερα την παρακολούθηση των ασθενών τους για να δουν αν η πειραματική μέθοδος τους θεράπευσε ή υπάρχει πιθανότητα υποτροπής.