Είναι δύσκολο να διαγνωστεί η σκλήρυνση κατά πλάκας, γνωστή και ως πολλαπλή σκλήρυνση, γιατί δεν υπάρχει κάποια εξέταση που να δίνει 100% βέβαιη και αξιόπιστη απάντηση.

Το ιστορικό των συμπτωμάτων είναι συνήθως ασαφές και τα διαφορετικά συμπτώματα θα μπορούσαν να είναι ίδια με διαφόρων άλλων παθήσεων.

Για τον λόγο αυτόν, μπορεί να περάσει ένα μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρι να υποπτευθούμε ότι πρόκειται τελικά για σκλήρυνση κατά πλάκας. Οι εξετάσεις γίνονται για να αποκλείσουμε την πιθανότητα άλλων ασθενειών και με την «εις άτοπον απαγωγή» να οδηγηθούμε στην πιθανή διάγνωση για σκλήρυνση κατά πλάκας. Αυτή η μακροχρόνια αβεβαιότητα της διαδικασίας διάγνωσης προκαλεί σημαντικό άγχος.

Σύμφωνα με τον Σύλλογο Ατόμων με Σκλήρυνση Κατά Πλάκας (ΣΑμΣΚΠ), η ανίχνευση της σκλήρυνσης κατά πλάκας γίνεται με διάφορους τρόπους.

1. ΙΑΤΡΙΚΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ

Ο γιατρός ζητά συνήθως το ιστορικό των συμπτωμάτων του ασθενούς. Η περιγραφή τους και η μορφή με την οποία εμφανίζονται μπορεί να υποδείξουν σκλήρυνση κατά πλάκας. Θα χρειαστεί όμως εξέταση από τον γιατρό, όπως και διάφορες εξετάσεις που θα ενισχύσουν την αρχική υπόνοια.

2. ΝΕΥΡΟΛΟΓΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ

Μπορεί να γίνει μια συστηματική εξέταση του νευρικού συστήματος με μια σειρά εξετάσεων των αντανακλαστικών (χτύπημα με το σφυράκι στο γόνατο) ή μέτρηση των αντιδράσεων σε εξωτερικούς ερεθισμούς (τσίμπημα με βελόνα). Μετά από μια εκτεταμένη νευρολογική εξέταση, ο γιατρός είναι σε θέση να παρατηρήσει όποιες δυσλειτουργίες παρουσιάζονται στο νευρικό σύστημα.
Οι εξετάσεις όμως αυτές από μόνες τους δεν μπορούν να καθορίσουν την αιτία των δυσλειτουργιών, γιατί και άλλες παθήσεις είναι δυνατό να προκαλέσουν παρόμοια συμπτώματα με αυτά της σκλήρυνσης κατά πλάκας. Γι’ αυτό θα πρέπει πρώτα να αποκλειστούν οι άλλες πιθανότητες.

3. ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΠΡΟΚΛΗΤΩΝ ΔΥΝΑΜΙΚΩΝ ΟΡΑΣΗΣ ΚΑΙ ΑΚΟΗΣ

Η απομυελίνωση που χαρακτηρίζει τη σκλήρυνση κατά πλάκας μπορεί να προκαλέσει καθυστέρηση στη μετάδοση των μηνυμάτων μεταξύ των νεύρων. Οι εξετάσεις προκλητών δυναμικών μετρούν τον χρόνο που χρειάζεται ο εγκέφαλος για να δεχτεί και μετά να μετατρέψει ένα ερέθισμα. Για τον σκοπό αυτόν, μικρά ηλεκτρόδια τοποθετούνται στο κεφάλι του εξεταζόμενου και ελέγχουν τα ηλεκτρικά κύματα του εγκεφάλου μετά από οπτικό ή ακουστικό ερέθισμα. Φυσιολογικά, η αντίδραση του εγκεφάλου σε τέτοια ερεθίσματα είναι σχεδόν ακαριαία, ωστόσο όταν υπάρχουν «ουλές» στο κεντρικό νευρικό σύστημα τότε μπορεί να παρουσιαστεί αργοπορία. Η εξέταση αυτή δεν είναι παρεμβατική ούτε επώδυνη κι έτσι ο εξεταζόμενος δε χρειάζεται να μείνει στο νοσοκομείο. Με τη μέθοδο αυτή, ο γιατρός μπορεί να προσδιορίσει πού υπάρχουν ουλές αλλά όχι και τα αίτια που τις προκάλεσαν.

4. ΟΣΦΥΟΝΩΤΙΑΙΑ ΠΑΡΑΚΕΝΤΗΣΗ

Η εξέταση αυτή δείχνει αν υπάρχουν αντισώματα στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό (το υγρό που κυκλοφορεί γύρω από τον εγκέφαλο και τον νωτιαίο μυελό). Τέτοια αντισώματα μπορεί να δημιουργηθούν από τη σκλήρυνση κατά πλάκας αλλά και από άλλες νευρολογικές διαταραχές. Κατά την εξέταση, λαμβάνεται με μια βελόνα μικρή ποσότητα υγρού από τον νωτιαίο μυελό στο ύψος της οσφυϊκής μοίρας.
Ο εξεταζόμενος χρειάζεται να μείνει ακίνητος για μικρό χρονικό διάστημα και αυτό είναι κάπως άβολο αλλά όχι επώδυνο, γιατί γίνεται τοπική αναισθησία. Πρέπει επίσης να μείνει στο νοσοκομείο μία νύχτα.
Τα αποτελέσματα της εξέτασης αυτής μπορεί να αποτελούν ένδειξη σκλήρυνσης κατά πλάκας αλλά δεν είναι και καθοριστικά. Με τη μέθοδο αυτή αποκλείουμε, επίσης, άλλες παθήσεις του κεντρικού νευρικού συστήματος με παρόμοια συμπτωματολογία με τη σκλήρυνση κατά πλάκας.

5. ΜΥΕΛΟΓΡΑΦΙΑ

Η μυελογραφία είναι μια ακτινογραφία του νωτιαίου μυελού. Κατά την εξέταση αυτή εγχύεται χρωματισμένο υγρό στη σπονδυλική στήλη, που η κίνησή του κατά μήκος του νωτιαίου μυελού φαίνεται στην ακτινογραφία. Έτσι, οποιοδήποτε εμπόδιο υπάρξει ανάμεσα στα νεύρα θα φανεί στην ακτινογραφία και ο γιατρός θα μπορέσει να αναγνωρίσει τα συμπτώματα άλλων νόσων αλλά και την πιθανότητα σκλήρυνσης κατά πλάκας. Όπως στην οσφυονωτιαία παρακέντηση, έτσι και στη μυελογραφία, ο εξεταζόμενος ίσως χρειαστεί να μείνει για λίγο στο νοσοκομείο. Η εξέταση δεν είναι επώδυνη, μόνο άβολη.

6. ΜΑΓΝΗΤΙΚΗ ΤΟΜΟΓΡΑΦΙΑ

Η μαγνητική τομογραφία είναι μέθοδος των τελευταίων ετών. Πρόκειται για ακτινογραφίες του εγκεφάλου και του νωτιαίου μυελού, όπου φαίνονται οι περιοχές που έχουν προσβληθεί από τη σκλήρυνση κατά πλάκας. Αν και αυτή είναι η μόνη εξέταση στην οποία είναι ορατή η νόσος, δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι 100% αποφασιστικής σημασίας όσον αφορά την τελική διάγνωση, γιατί ο ανιχνευτής δεν είναι σε θέση να ανιχνεύσει όλες τις περιοχές. Αποτελεί όμως ισχυρή ένδειξη, μαζί με τα άλλα συμπτώματα του ιστορικού του ασθενούς και την εξέταση του γιατρού.