Τρεις διαφορετικές μελέτες έδειξαν ότι σημαντικός παράγοντας για την εμφάνιση της ασθένειας είναι η κληρονομικότητα, τα βακτήρια και η ποσότητα της βιταμίνης .

Νέα σουηδική έρευνα έδειξε ότι, αν και η σκλήρυνση κατά πλάκας προκαλείται σε μεγάλο βαθμό από γενετικούς-κληρονομικούς παράγοντες, ο κίνδυνος των συγγενών του ασθενούς να εμφανίσουν και αυτοί την ασθένεια, είναι μεν υπαρκτός, αλλά πάντως μικρότερος από ό,τι νόμιζαν ως τώρα οι επιστήμονες.

Η έρευνα, με επικεφαλής τη Χέλγκα Βέστερλιντ  από το Ινστιτούτο Καρολίνσκα της Στοκχόλμης, κατά την οποία αναλύθηκαν περιπτώσεις άνω των 28.000 ασθενών και των συγγενών τους, έδειξε ότι η πιθανότητα ένας αδελφός ασθενούς να νοσήσει και αυτός, είναι κατά μέσο όρο επτά φορές μεγαλύτερη σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό, ενώ η πιθανότητα να εμφανίσει σκλήρυνση το παιδί ενός ασθενούς, είναι πέντε φορές μεγαλύτερη. Αντίθετα, δεν φαίνεται να υπάρχει αυξημένος κίνδυνος για τα εγγόνια και τα ανίψια των ασθενών.

Επιπλέον, οι ίδιοι ερευνητές, μελετώντας τις περιπτώσεις διδύμων με πολλαπλή σκλήρυνση, επιβεβαίωσαν τα ευρήματα προηγούμενων ερευνών ότι η ασθένεια είναι κυρίως γενετικής αιτιολογίας και δευτερευόντως οφείλεται σε ατομικούς παράγοντες κινδύνου. Το εξωτερικό περιβάλλον από μόνο του δεν φαίνεται να έχει ιδιαίτερη σημασία.

Παράλληλα, μια άλλη αμερικανική μελέτη, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η σκλήρυνση κατά πλάκας μπορεί να «πυροδοτηθεί» από μια τοξίνη που παράγεται από κοινά βακτήρια, τα οποία υπάρχουν στις τροφές.

Όπως επισημάνθηκε, η εν λόγω ασθένεια του κεντρικού νευρικού συστήματος «πυροδοτείται» σε ένα άνθρωπο με γενετική προδιάθεση εξαιτίας ενός ή περισσότερων περιβαλλοντικών παραγόντων, οι οποίοι όμως παραμένουν ακόμα άγνωστοι.

Η νέα μελέτη διαπίστωσε ότι η τοξίνη «έψιλον» μπορεί να καταστρέψει τα εγκεφαλικά κύτταρα που παράγουν την μυελίνη, ενώ τα ίδια κύτταρα πεθαίνουν και κατά την εξέλιξη της νόσου. Μάλιστα, η εν λόγω τοξίνη παράγεται από ορισμένα στελέχη του βακτηρίου «Clostridium perfringens», το οποίο αποτελεί συχνή αιτία τροφικών δηλητηριάσεων.

Αν η «ενοχή» του εν λόγω βακτηρίου επιβεβαιωθεί και από μελλοντικές έρευνες, τότε, σύμφωνα με την Τζένιφερ Λίντεν, την επικεφαλής του αμερικανικού πανεπιστημίου Κορνέλ, ίσως αναπτυχθεί ένα εμβόλιο ή αντίσωμα, που ίσως να σταματά την πρόοδο της νόσου ή και να την προλαμβάνει.

Τέλος, μια τρίτη επίσης αμερικανική έρευνα από επιστήμονες της Σχολής Δημόσιας Υγείας του πανεπιστημίου Χάρβαρντ, με επικεφαλής τον καθηγητή επιδημιολογίας Αλμπέρτο Ασκέριο, συμπέρανε ότι αν ασθενείς αρχικού σταδίου έχουν χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D, τα συμπτώματα της σκλήρυνσης είναι πιο σοβαρά και εξελίσσονται ταχύτερα.

Οι ερευνητές, που ανέλυσαν στοιχεία για 465 ασθενείς από 20 χώρες, αναφέρουν ότι οι ασθενείς, όσο είναι ακόμα στο αρχικό στάδιο της νόσου, πρέπει να αυξάνουν τη λήψη της εν λόγω βιταμίνης μέσω διατροφικών συμπληρωμάτων και τροφών. Προηγούμενες μελέτες επίσης είχαν βρει σχέση ανάμεσα στα χαμηλά επίπεδα της βιταμίνης D και τον κίνδυνο εμφάνισης της σκλήρυνσης κατά πλάκας ή της επιδείνωσης των συμπτωμάτων της.

Οι ερευνητές επεσήμαναν μάλιστα πως η ωφέλεια της συγκεκριμένης βιταμίνης δρα προσθετικά σε σχέση με το φάρμακο ιντερφερόνη, που είναι πολύ αποτελεσματικό στο «φρενάρισμα» των συμπτωμάτων, γι’ αυτό η D πρέπει να περιλαμβάνεται εξ αρχής στο θεραπευτικό «οπλοστάσιο».

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας εκτιμά ότι σε όλο τον κόσμο περίπου 2,5 εκατομμύρια άνθρωποι πάσχουν από την ασθένεια.

Πηγή: www.efsyn.gr με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ