Στο προσκήνιο έρχεται και πάλι το θέμα της σκλήρυνσης κατά πλάκας καθώς μια νέα μελέτη αποκαλύπτει ότι ένα φάρμακο που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία των ποδιών των αθλητών αλλά και ένα άλλο που χορηγείται για την αντιμετώπιση του εκζέματος δίνουν υποσχέσεις για την αντιστροφή της ΣΚΠ. 

Της Δήμητρας Καλτάκη 

Η Σκλήρυνση κατά πλάκας είναι μια χρόνια νευρολογική νόσος και εκτιμάται ότι επηρεάζει περίπου 2,3 εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως. Πιστεύεται ότι είναι μια αυτοάνοση διαταραχή , στην οποία το ανοσοποιητικό σύστημα δέχεται επιθέσεις στους υγιής ιστούς του κεντρικού νευρικού συστήματος (ΚΝΣ ). Η Μυελίνη – η προστατευτική επικάλυψη που περιβάλλει τις νευρικές ίνες – έχει υποστεί βλάβη στην επίθεση, καθώς και τα κύτταρα που παράγουν μυελίνη , που ονομάζονται ολιγοδενδροκύτταρα.

Οι υποκείμενες νευρικές ίνες μπορούν επίσης να υποστούν βλάβη . Είναι αυτή η βλάβη του ΚΝΣ που οδηγεί στα συμπτώματα της σκλήρυνσης κατά πλάκας , συμπεριλαμβανομένης της απώλειας της ισορροπίας , του κακού συντονισμού , της μυϊκής αδυναμίας και μουδιάσματος , της θολής όρασης και της κακής μνήμης και συγκέντρωσης.

Σύμφωνα με τον Dr.Paul J. Tesar και τους συνεργάτες του από την Ιατρική Σχολή του Κλίβελαντ, δύο φάρμακα η μικοναζόλη και η κλοβεταζόλη μπορεί να κρατούν το κλειδί για την αντιστροφή των βλαβών του ΚΝΣ που έχουν υποστεί ασθενείς με σκλήρυνση κατά πλάκας. Στη μελέτη τους , που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Nature , ο Dr.Tesar και οι συνεργάτες του επικεντρώθηκαν στο να βρεθεί ένας τρόπος για να προωθηθεί η επισκευή της μυελίνης. Συγκεκριμένα εξέτασαν τα ολιγοδενδροκυτταρικά προγονικά κύτταρα ( OPCs ) – βλαστικά κύτταρα που παράγουν ολιγοδενδροκύτταρα .

Είναι γνωστό ότι τα ολιγοδενδροκυτταρικά προγονικά κύτταρα πολλαπλασιάζονται σε εγκεφάλους ενηλίκων που πάσχουν από σκλήρυνση κατά πλάκας, σχεδόν σαν απάντηση στη βλάβη της μυελίνης.
Ωστόσο , τα OPCs αποτυγχάνουν να αναλάβουν δράση και να κάνουν νέα μυελίνη. Ο Dr, Tesar και οι συνεργάτες του μελετούν φάρμακα που έχουν την ικανότητα να διεγείρουν τα OPCs και ναι αυξάνουν τη μυελίνωση. ” Για να αντικατασταθούν κατεστραμμένα κύτταρα , το επιστημονικό πεδίο έχει επικεντρωθεί στην άμεση μεταμόσχευση βλαστικών κυττάρων που χρησιμοποιούνται για την αναγεννητική ιατρική. Η προσέγγιση αυτή είναι πιθανό να παρέχει τεράστια οφέλη» σημείωσε ο Dr. Tesar .« Ζητήσαμε αν θα μπορούσαμε να βρούμε μια ταχύτερη και λιγότερο επεμβατική προσέγγιση με τη χρήση φαρμάκων για να ενεργοποιήσουμε τα μητρικά βλαστικά κύτταρα του νευρικού συστήματος και να τα κατευθύνουμε προκειμένου να σχηματίσουν νέα μυελίνη », συμπλήρωσε λέγοντας «ο τελικός μας στόχος ήταν να ενισχυθεί η ικανότητα του σώματος να επισκευαστεί .»

Σύμφωνα με τους ερευνητές η μελέτη των OPCs στο παρελθόν ήταν δύσκολη καθώς ήταν και δύσκολο να απομονωθούν.Ως εκ τούτου η ομάδα ερευνητών ανέπτυξε μια τεχνική που τους επιτρέπει να δημιουργήσουν μεγάλες ποσότητες OPCs ανθρώπων και ποντικών που μπορούν να αναλυθούν.Ο Dr Tesar και οι συνεργάτες του προχώρησαν στην ταχεία αξιολόγηση των επιπτώσεων που έχουν περισσότερα από 700 φάρμακα στα OPCs.
Οι ενώσεις που εξετάστηκαν είχαν ληφθεί από μια βιβλιοθήκη φαρμάκων που διαχειρίζεται το Εθνικό Ινστιτούτο του Εθνικού Κέντρου Υγείας. Από τον έλεγχο των φαρμάκων η ομάδα εντόπισε δύο – μικοναζόλη και κλοβεταζόλη – που διεγείρουν τα OPCs να παράγουν μυελίνη . Η μικοναζόλη είναι ένα αντιμυκητιασικό φάρμακο που χρησιμοποιείται συνήθως για τη θεραπεία λοιμώξεων του δέρματος , όπως συμβαίνει στα πόδια των αθλητών . Από την άλλη το Clobetasol είναι ένα στεροειδές που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία του εκζέματος και άλλες δερματικές παθήσεις . Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν αυτές τις ενώσεις σε ποντίκια με τη νόσο.

Εντόπισαν οτι τα δυο φάρμακα τόνωσαν τα OPCs και αύξησαν τη μυελίνωση. Επιπλέον, αντέστρεψαν την παράλυση στα ποντίκια, δίνοντας τους τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν τα πίσω πόδια. Αν και χρειάζεται περαιτέρω έρευνα πριν γίνουν κλινικές δοκιμές σε ανθρώπους με μικοναζόλη και κλοβεταζόλη, η ομάδα επισημαίνει ότι οι ενώσεις αποδείχθηκαν αποτελεσματικές για την ενεργοποίηση των ανθρώπινων OPCs. Τονίζουν ωστόσο ότι η ασφάλεια των δυο φαρμάκων στους ανθρώπους δεν είναι ακόμα γνωστή κάτι το οποίο θα μπορούσε να δημιουργήσει κινδύνους.

Πηγή:  www.life2day.gr