Οι περισσότεροι άνθρωποι με σκλήρυνση κατά πλάκας  (ΣΚΠ) πληροφορούνται τη διάγνωση της νόσου  σε μια φάση της ενήλικης ζωής, κατά την οποία ασχολούνται σοβαρά με το θέμα του οικογενειακού προγραμματισμού. Η διάγνωση της ασθένειας γεννά πολλαπλά ερωτήματα σχετικά με την πορεία της, την πρόγνωση της και την πιθανή επιρροή της στην τεκνοποίηση.

Ιδιαίτερα οι γυναίκες με ΣΚΠ προβληματίζονται  εάν θα πρέπει να προχωρήσουν απερίσπαστες με τον οικογενειακό προγραμματισμό τους. Στην περίπτωση αυτή δεν θα πρέπει να αποθαρρύνονται από τη δημιουργία οικογένειας εφόσον αυτή είναι η επιθυμία τους. Απαραίτητη προυπόθεση είναι η αρμονική συνεργασία της ασθενούς, του οικογενειακού της περιβάλλοντος,  του γυναικολόγου και νευρολόγου, με στόχο την καλύτερη δυνατή συμβουλευτική κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.

Ποιο είναι το ποσοστό κληρονομικότητας της ΣΚΠ;

Η ΣΚΠ δε θεωρείται με αυστηρά ιατρικούς όρους κληρονομική νόσος, με την έννοια ότι δεν ακολουθεί συγκεκριμένους κανόνες κληρονομικότητας (π.χ. μεντελικοί κανόνες κληρονομικότητας). Ωστόσο, σε σχετικές έρευνες έχει διαπιστωθεί οικογενειακή προδιάθεση σε σημαντικό αριθμό πασχόντων από ΣΚΠ.  Ο κίνδυνος νόσησης από ΣΚΠ στο γενικό πληθυσμό, αν και οι δύο γονείς είναι υγιείς, είναι περίπου 0,1%.  Ο κίνδυνος αυτός αυξάνεται σε περίπου 3%,  αν ο ένας γονιός πάσχει από ΣΚΠ.  Σε μονοζυγώτες διδύμους (πανομοιότυπο γενετικό υλικό) η πιθανότητα ο/η δίδυμος/η αδελφός/ή ενός ατόμου με ΣΚΠ να νοσήσει από αυτή είναι 30%.

Σε ποιο χρονικό σημείο της ΣΚΠ θα πρέπει να σχεδιαστεί μία εγκυμοσύνη;

Οι περισσότερες εγκυμοσύνες συνηθίζεται να προγραμματίζονται σε σταθερές φάσεις της νόσου, σε φάσεις δηλαδή όπου η ΣΚΠ βρίσκεται σε κλινική ύφεση.  Οι γυναίκες συνήθως αναλογίζονται  ‘Τώρα είμαι καλά θεραπευτικά ρυθμισμένη, άρα είμαι έτοιμη να αρχίσω μια οικογένεια’. Φυσικά υπάρχουν και γυναίκες που μένουν έγκυες σε περιόδους υποτροπών της νόσου.  Και στις δύο παραπάνω περιπτώσεις μπορεί μία εγκυμοσύνη να προχωρήσει με σταθερά βήματα,  ύστερα από στενή συνεργασία της ασθενούς με τον γυναικολόγο και τον νευρολόγο της.

Επηρεάζει η ΣΚΠ τη γονιμότητα;

Η γονιμότητα τόσο στις γυναίκες, όσο και στους άνδρες με ΣΚΠ δεν επηρεάζεται από τη νόσο καθεαυτή.  Τα ποσοστά υπογονιμότητας κυμαίνονται στο γενικό πληθυσμό στην Ελλάδα μεταξύ 15-20% και δεν εμφανίζουν στατιστικώς σημαντική διαφορά στην ομάδα των ασθενών με ΣΚΠ.

Μπορούν οι γυναίκες με ΣΚΠ να υποβάλλονται σε θεραπεία γονιμότητας;

Οι μελέτες δείχνουν επί του παρόντος ότι μία ορμονική θεραπεία (π.χ.  στα πλαίσια μίας εξωσωματικής γονιμοποίησης)  πιθανώς μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο εμφάνισης υποτροπής της νόσου.  Από την άλλη πλευρά, δε σημαίνει ότι η παραπάνω θεραπεία,  ύστερα από ισχυρή επιθυμία τεκνοποίησης της ασθενούς, δε θα πρέπει να πραγματοποιηθεί.  Φρόνιμο είναι να γίνει πάντα ύστερα από συνεννόηση του γυναικολόγου με το θεράποντα νευρολόγο.

Θα πρέπει οι ασθενείς με ΣΚΠ και επιθυμία τεκνοποίησης να συμβουλευθούν τον νευρολόγο τους πριν από μία εγκυμοσύνη;

Είναι σημαντικό οι γυναίκες με ΣΚΠ να συμβουλευθούν το θεράποντα νευρολόγο τους τόσο κατά τον οικογενειακό τους προγραμματισμό, όσο και πριν από μία εγκυμοσύνη. Έχει διαπιστωθεί από μελέτες, ότι το 80% των γυναικών που επιθυμούν να αποκτήσουν παιδιά αναζητούν συμβουλές από το θεράποντα νευρολόγο τους, ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει για αυτές η σωστή χρονική στιγμή έναρξης μίας εγκυμοσύνης.

Σε ποιο χρονικό σημείο θα πρέπει να διακοπεί η προφυλακτική θεραπεία της ΣΚΠ πριν από μία εγκυμοσύνη;

Οι γενικές οδηγίες αναφέρουν ότι η ανοσοτροποιητική θεραπεία (π.χ ιντερφερόνες, copaxone)  θα πρέπει να διακοπεί τουλάχιστον 3 μήνες πριν από μια εκγκυμοσύνη,  ενώ το διάστημα αυτό αυξάνεται σε 6 μήνες, εάν η λαμβανόμενη θεραπεία είναι ανοσοκατασταλτική (π.χ. αζαθειοπρίνη ή μιτοξαντρόνη). Σε περίπτωση που η εγκυμοσύνη συμβεί υπό θεραπευτική αγωγή, τότε η θεραπεία αυτή θα πρέπει να διακοπεί αμέσως.  Γενική συμβουλή αποτελεί η εξατομίκευση της παραπάνω απόφασης από το θεράποντα νευρολόγο,  σεβόμενος τις επιθυμίες της γυναίκας, την ηλικία της, το ιστορικό υποτροπών, εξέλιξης της νόσου αλλά και θεραπειών.

Πώς η επηρεάζει η ΣΚΠ τη γέννηση ενός παιδιού;

Στις γυναίκες με ΣΚΠ, υπάρχει η τάση οι χειρουργικές επεμβάσεις (π.χ. καισαρική τομή) να είναι πιο συχνές από το φυσιολογικό τοκετό. Τα νεογνά υγιών μητέρων είναι συνήθως ελαφρύτερα σε σχέση με τα παιδιά των μητέρων με ΣΚΠ.  Η διαφορά βάρους είναι ωστόσο μόνο 100-150 γραμμάρια και δε θεωρείται στατιστικώς σημαντική.

Πώς επηρεάζει η εγκυμοσύνη και η γέννηση ενός παιδιού την πορεία της ΣΚΠ;

Στο σύνολο της εγκυμοσύνης μόνο το 25% των γυναικών με ΣΚΠ εμφανίζουν υποτροπή της νόσου. Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ο κίνδυνος αυτό μειώνεται σταδιακά, αγγίζοντας σχεδόν το 0 % κατά το τελευταίο τρίμηνο της κύησης. Κατά τους πρώτους 3 μήνες μετά το τοκετό ωστόσο, ο κίνδυνος αυτός αυξάνεται και φτάνει το 30% των γυναικών με ΣΚΠ .

Πώς εξηγείται η ευνοϊκή πορεία της ΣΚΠ κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης;

Με βάση τα υπάρχοντα επιστημονικά δεδομένα, στα πλαίσια της εγκυμοσύνης συμβαίνει στον οργανισμό της γυναίκας μία φυσική ανοσοκαταστολή (εξασθένιση του ανοσοποιητικού συστήματος), με στόχο τη διατήρηση ενός ξένου οργανισμού (του εμβρύου) μέσα στο γυναικείο σώμα.  Η  ανοσοκατασταλτική αυτή  αντίδραση του  γυναικείου οργανισμού  επηρεάζει θετικά την πορεία της ΣΚΠ.  Σημαντικό ρόλο στην περίπτωση αυτή φαίνεται να παίζουν οι ορμονικές αλλαγές που λαμβάνουν χώρα κατά την πορεία της κύησης, οι οποίες επηρεάζουν θετικά το ανοσοποιητικό σύστημα της γυναίκας, προς όφελος τόσο του εμβρύου όσο και της πορείας της νόσου.  Αντίστοιχα, οι νέες ορμονικές μεταβολές που λαμβάνουν χώρα μετά τη γέννα, ενισχύουν εκ νέου το ανοσοποιητικό σύστημα της γυναίκας, επιδρώντας αρνητικά στον κίνδυνο εμφάνισης υποτροπής της νόσου.

Ποια είναι η επίδραση του θηλασμού στην πορεία της ΣΚΠ;

Τα στοιχεία από κλινικές μελέτες που πραγματοποιήθηκαν στη Γερμανία και στις ΗΠΑ αποδεικνύουν ότι ο αποκλειστικός μητρικός θηλασμός του νεογνού μέχρι και τους πρώτους 3 μήνες μετά το τοκετό μειώνει σημαντικά τα ποσοστά υποτροπής της ΣΚΠ. Τα ποσοστά αυτά  αυξάνονται εκ νέου και εξισώνονται με αυτά του γενικού πληθυσμού με ΣΚΠ, ύστερα από περίπου 6 μήνες με 1 χρόνο. Με βάση τα παραπάνω δεδομένα συνιστάται και ενθαρρύνεται από νευρολόγους ο θηλασμός των νεογνών από μητέρες με ΣΚΠ κατά το πρώτο 3μηνο μετά τη γέννηση, εφόσον φυσικά δεν υπάρχει γυναικολογική ή άλλη αντένδειξη (π.χ. μαστίτιδα).

Στο ιατρείο «Σκλήρυνσης κατά Πλάκας και νευροανοσολογικών νοσημάτων» της κλινικής «Άγιος Λουκάς» στη Θεσσαλονίκη προσφέρεται σε συνεργασία με το γυναικολόγο σας ολοκληρωμένη συμβουλευτική, αλλά και ιατρική παρακολούθηση της εγκύου με Σκλήρυνση κατά Πλάκας, καθόλη τη διάρκεια της ευγκυμοσύνης, του θηλασμού, αλλά και της μετέπειτα ζωής. Για περισσότερες πληροφορίες τηλ ραντεβού 2310390544.


Γράφει: Αντώνης Κερασνούδης, Ειδικός Νευρολόγος, Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Ruhr-Bochum της Γερμανίας
Πηγή: kerasnoudis.gr