Από τη μελέτη μας πάνω στην ΣκΠ τα τελευταία 23 χρόνια, προέκυψαν στοιχεία χρήσιμα τόσο για την επιδημιολογία της νόσου στην περιοχή μελέτης όσο και για τα κλινικά χαρακτηριστικά αυτής.

Ημερομηνία δημοσίευσης: 2008-10-23

Μετά από λεπτομερή εξέταση όλων των στοιχείων που υπήρχαν καταχωρημένα στο αρχείο της κλινικής από το 1984 ( έτος έναρξης λειτουργίας της κλινικής είναι το 1983 στο Γενικό νομαρχιακό Νοσοκομείο «Αγ. Ανδρέας») ως και το 2006, βρήκαμε ότι σε αυτό το διάστημα των 23 χρόνων είχαν γίνει 1651 εισαγωγές-νοσηλείες ασθενών με συμπτωματολογία πιθανής ή βεβαίας ΣκΠ.

Με τον έλεγχο και τη διασταύρωση των στοιχείων που ακολούθησε, καταλήξαμε στον αριθμό των 834 εισαγωγών-νοσηλειών ασθενών με διάγνωση βεβαίας ΣκΠ. Η μορφή της νόσου ήταν: RRMS (υποτροπιάζουσα με εξάρσεις και υφέσεις ΣΚΠ) για το 61.7% των ασθενών, SPMS (δευτεροπαθώς προιούσα ΣΚΠ) για 22.1% και PPSM (πρωτοπαθώς προϊούσα ΣΚΠ) για το 16.2% των ασθενών. Από τον συνολικό αριθμό περιστατικών με τη νόσο της ΣκΠ, 483(57.9%) ήταν γυναίκες και 351 ( 42.1%) άνδρες, δηλαδή αναλογία των γυναικών προς τους άνδρες 1.4.

Η μέση ηλικία του συνόλου των ασθενών βρέθηκε 38.04 χρόνια με τυπική απόκλιση (SD) 11.9 χρόνια και εύρος 69 χρόνια. Η στατιστική επεξεργασία των δεδομένων έδειξε ότι υπάρχει διαφορά στην ηλικία μεταξύ των δύο φύλων, με μικρότερη αυτή των γυναικών (Ζ =-4.261, p-value <0.001<0.05).
Δηλαδή νοσούν περισσότερες γυναίκες και σε μικρότερη ηλικία σε σχέση με τους άνδρες.

Αναλύοντας τη μέση ηλικία του συνολικού δείγματος ως προς το έτος της νοσηλείας (από το 1984 ως το 2006) βρήκαμε μια διακύμανση αυτού με τη μέση τιμή του να κυμαίνεται μεταξύ 30.45 και 41.25 χρόνια και την τυπική απόκλιση (SD) να φτάνει τα 14.3 χρόνια.
Επίσης βρέθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά στις μέσες τιμές ηλικίας των ασθενών κατά το πρώτο ή τα πρώτα συμπτώματα της νόσου μεταξύ των δύο φύλων (t=(348)=2.451, p-value=0.015<0.05).

Η μέση ηλικία του δείγματος στο πρώτο σύμπτωμα της πάθησης ήταν 31,41 χρόνια (SD = 10,970), ευρήματα που συμφωνούν με τα διεθνή δεδομένα (μέση ηλικία εκδήλωσης της νόσου το διάστημα μεταξύ 20 και 40 χρόνων).
Μελετήσαμε την εκδήλωση της νόσου κατά την έναρξή της και κατατάξαμε τα δεδομένα σύμφωνα με τα λειτουργικά συστήματα κατά Kurtzke που είναι αποδεκτά στην EDSS (Expanded Disability Status Scale). 19.5% των πασχόντων είχαν συμμετοχή πολλών συστημάτων κατά Kurtzke, όταν το 80.5% είχε μεμονωμένη κλινική εκδήλωση σε ένα λειτουργικό σύστημα.
Τα αισθητικά συμπτώματα παρατηρήθηκαν σε 33.2% των ασθενών, πυραμιδικά συμπτώματα είχαν 22.3% και συμπτώματα από την όραση το 27.0%. Η διαφορά σε χρόνια μεταξύ του 1ου συμπτώματος και της βεβαίας διάγνωσης της νόσου είχε μέση τιμή 2.6 χρόνια με τυπική απόκλιση (SD) 5.6 και εύρος 40.
Την μέση τιμή της κλίμακας αξιολόγησης της ανικανότητας (EDSS) τη βρήκαμε 2.88 (SD=1.8). Ο έλεγχος της κλίμακας αυτής ως προς το φύλο ανέδειξε στατιστικά σημαντική διαφορά της μεταβλητής ως προς το φύλο (p-value 0.002<0.05) με μεγαλύτερη EDSS να παρουσιάζουν οι άνδρες. Μελετήθηκε η μέση ετήσια επίπτωση της πάθησης ανά φύλο και για τον συνολικό πληθυσμό μας.

Από 2,7 /100.000 το διάστημα 1984-1989 η επίπτωση στους άνδρες, γίνεται 8,44/100.000 κατοίκους το 2002-2006. Για τις γυναίκες η μεταβολή για τα ίδια χρονικά διαστήματα είναι από 2,70/100.000 σε 13,26 /100.000 κατοίκους.
Στο σύνολο των ασθενών η επίπτωση αυξήθηκε από 2,71 το 1984-1989 σε 10,73/100.000 κατοίκους το 2002-2006. Η τιμή του επιπολασμού που βρήκαμε είναι 119,61/100.000 κατοίκους στις 31 Δεκεμβρίου 2006.
Η μεγαλύτερη τιμή επιπολασμού καταγράφηκε στην ηλικιακή ομάδα 35-54 χρόνων, με κορυφή στην ηλικία 45-54 χρόνων. Επιπλέον οι γυναίκες έδειξαν μεγαλύτερη τιμή επιπολασμού σε σύγκριση με το ανδρικό φύλο.

Αυτά τα ευρήματα συμφωνούν με δημοσιεύσεις που υποστηρίζουν τον υψηλότερο επιπολασμό των γυναικών . Οι τιμές μας είναι μεγαλύτερες από όλες όσες αφορούν στον ελλαδικό χώρο, αλλά είναι κοντά στις τιμές που πρόσφατα δημοσιεύτηκαν στην νότια Ιταλία, την Σικελία, 165.8/100.000, την Κατάνια της νοτιοδυτικής Ιταλίας με 92.0/100.000, τη Γένοβα με 94.0/100.000, την Κωνσταντινούπολη στηΤουρκία με`101.4/100.000, την Ισπανία στα Κανάρια Νησιά με 77.5/100.000 κατοίκους.

Ο εποπολασμός στην Ελλάδα αυξήθηκε σημαντικά από 10.1/100.000 το 1984 στην νότια Ελλάδα, 29.5 /100.000 το 1990 στη βόρεια Ελλάδα και 38.9/100.000 στον Έβρο στις 31 Δεκεμβρίου 1999, σε 119,61/100.000 πληθυσμού στις 31 Δεκεμβρίου 2006 στη περιοχή της δυτικής Ελλάδας, τιμή που είναι παραπλήσια με αυτήν που δίνει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας για τη χώρα μας.

Η ετήσια επίπτωση (τυποποιημένη τιμή σε σχέση με τον πρότυπο ευρωπαϊκό πληθυσμό) της ΣΚΠ αυξήθηκε από 2,23/100.000 το 1984 σε 9,48 /100.000 κατοίκους το 2006 για την περιοχή της δυτικής Ελλάδας. Αυτές οι τιμές που βρήκαμε είναι ανάμεσα στις μεγαλύτερες στην Ευρώπη και επιβεβαιώνουν τον Rosati190 που ισχυρίζεται ότι οι χαμηλές τιμές που δημοσιευτήκαν από προηγούμενες μελέτες στην Ελλάδα, δεν αντανακλούν τη πραγματική συχνότητα της νόσου στη χώρα μας.
Παρά τις αυξημένες ενδείξεις ότι η γενετική προδιάθεση/ευπάθεια μπορεί να επηρεάζει την νόσηση με ΣΚΠ, ένα απόλυτα γενετικό μοντέλο δεν φαίνεται ότι μπορεί να εξηγήσει τις αλλαγές που φαίνονται και είναι βέβαιο ότι οι περιβαλλοντικοί παράγοντες ή το γεωγραφικό πλάτος δεν μπορούν να αγνοηθούν.

Παράγοντες που συνετέλεσαν στην εύρεση αυξημένων τιμών είναι : οι αλλαγές σε επίπεδο υποδομών στις κατά τόπους νομαρχίες, που είχαν ως αποτέλεσμα τη γρήγορη και εύκολη πρόσβαση των ασθενών στο Νοσοκομείο, η βελτίωση του εθνικού συστήματος υγείας και της παροχής νευρολογικών υπηρεσιών, η ευκολία στην πραγματοποίηση των εξετάσεων (π.χ. ΕΝΥ και μαγνητικής τομογραφίας, ιδιαίτερα χρήσιμων για τη διάγνωση της νόσου), η εγρήγορση και ενημέρωση των ασθενών αλλά και του γενικού πληθυσμού πάνω σε θέματα υγείας και η ευχέρεια των ιατρών –νευρολόγων να θέτουν τη διάγνωση, βασισμένοι στα διεθνώς αποδεκτά διαγνωστικά κριτήρια.

Τα ευρήματά μας τοποθετούν την περιοχή σε ζώνη υψηλής επικινδυνότητας για τη νόσο και αντανακλούν μια τάση αυξητική της επίπτωσής της στην περιοχή της δυτικής Ελλάδας την περίοδο 1984-2006.

Σκόπιμο θα ήταν να γίνουν μελλοντικές μελέτες προκειμένου να καταγραφούν οι τάσεις του επιπολασμού και της επίπτωσης της πάθησης στη χώρα μας και να διερευνηθούν οι πιθανοί παράγοντες κινδύνου για αυτήν (γενετικοί, λοιμώδεις, περιβαλλοντικοί ή άλλοι).

Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα τόσο την πιο αποτελεσματική αντιμετώπιση των πασχόντων και των ποικίλων προβλημάτων τους (κινητικών, συναισθηματικών, νοητικών, κοινωνικοοικονομικών), όσο και την κατανόηση του μηχανισμού παθογένεσης της νόσου με στόχο την επίτευξη της πλέον αποτελεσματικής θεραπείας της και ενδεχομένως και η πρόληψή της.


Συγγραφέας: Γουρζουλίδου, Ευθυμία
Πηγή: nemertes.lis.upatras.gr