ΕΠΙΓΕΙΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ

Εκείνο το κορίτσι ήταν διαφορετικό. Ναι, σίγουρα ήταν διαφορετικό. Είχε στο βλέμμα της τη φυγή. Το πρόσεξα από την πρώτη στιγμή που την είδα. Περνούσε κάθε πρωί απ’ την καφετέρια, στις εννέα παρά τέταρτο για να πάρει το καφεδάκι της, πάντα χαμογελαστή. «Καλημέρα σας! Έναν καπουτσίνο, μέτριο με μαύρη ζάχαρη και μπόλικη κανέλλα, παρακαλώ!».

Αμφιβάλλω αν έχω δει άνθρωπο να απολαμβάνει τόσο πολύ τον καφέ του. Μας κοίταζε με ανυπομονησία καθώς τον ετοιμάζαμε και μόλις ήταν έτοιμος τον έπαιρνε στα χέρια της και μύριζε το άρωμα του με απόλαυση και λαχτάρα. Ύστερα μας ευχαριστούσε ευγενικά και έφευγε βιαστική. Στην αρχή αναρωτιόμουνα για που. Υπέθεσα πως δούλευε κάπου εκεί κοντά και έπιανε δουλειά στις εννέα. Σύντομα όμως κατάλαβα πως είχα κάνει λάθος. Το κατάλαβα μια μέρα που την είδα να κρατά στο χέρι της ένα βιβλίο. «Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας» του Ουίλιαμ Σαίξπηρ.

Μα πως δεν το είχα σκεφτεί απ’ την αρχή! Εκεί λίγο πιο κάτω απ’ την καφετέρια υπήρχε  μια δραματική σχολή. Εκεί πήγαινε κάθε πρωί ο άγγελός μου! Γιατί σαν άγγελος έμοιαζε στα μάτια μου με τα ξανθά σγουρά μπουκλάκια της που στον ήλιο φάνταζαν χρυσά.(Έτσι δεν είναι οι άγγελοι; Με χρυσά μαλλιά; Έτσι τους έχω δει, νομίζω, στις εικόνες και στους πίνακες ζωγραφικής).

Της πήγαινε τόσο πολύ να είναι ηθοποιός. Ήταν σαν να ταξίδευε σε δικούς της ονειρεμένους κόσμους και με ένα της βλέμμα σε έπαιρνε κι εσένα μαζί της. Μα πως στο καλό το έκανε αυτό; Ήταν χάρισμα. Πόσο τυχερή ήταν που είχε αυτό το χάρισμα…πόσο τυχερή! Την φανταζόμουν πάνω στη σκηνή καθώς θα πέφτουν τα φώτα πάνω της να λάμπει ολόκληρη και ο κόσμος να τη χειροκροτά. Θεέ μου πόσο όμορφη….

Εμένα μου αρέσει πολύ το θέατρο. Στην πατρίδα, όταν ήμουν μικρός, πήγαινα πολύ συχνά με τους γονείς μου και βλέπαμε παραστάσεις. Ήθελα κι εγώ όταν μεγαλώσω να γίνω ηθοποιός. Ποιος ξέρει… αν δεν είχαν γίνει όλα αυτά κι αν δεν είχαμε αναγκαστεί να φύγουμε, μπορεί και να είχα γίνει, αλλά μπορεί και όχι. Πάντως δε θα είχα ξενιτευτεί και δε θα αναγκαζόμουν να δουλεύω μέρα νύχτα σε δουλειές του ποδαριού για να επιβιώσω.

Ευτυχώς δηλαδή που υπήρχε κι εκείνη. Ο άγγελος μου! Καμιά φορά όταν με βάραινε πολύ η πραγματικότητα, την έφερνα στο μυαλό μου και έπαιρνα δύναμη για να μπορέσω να αντέξω. Εκείνη βέβαια δεν το γνώριζε και ούτε θα τολμούσα ποτέ να της το πω.  Εξάλλου μια τέτοια κοπέλα δε θα μπορούσε ποτέ να είναι με κάποιον σαν εμένα. Εκείνης της ταίριαζε ένας όμορφος ηθοποιός σαν αυτούς που βλέπουμε στο σινεμά και όχι ένας “οικονομικός μετανάστης”. Τί μπορούσα να της προσφέρω εγώ…

Ξαφνικά την έχασα. Σταμάτησε να έρχεται στην καφετέρια. Στην αρχή υπέθεσα πως κάτι της έτυχε ή ήταν κρυωμένη και έτσι δεν πήγε μερικές μέρες στη σχολή. Πέρασαν όμως ολόκληρες εβδομάδες, μήνες... κι εκείνη δεν εμφανιζόταν . Μπορεί να μην της άρεσε πια ο δικός μας ο καφές και τώρα να τον αγόραζε από αλλού. Ξεροστάλιαζα κάθε μέρα να την περιμένω. Να κοιτάω την πόρτα κάθε πρωί στις εννέα παρά τέταρτο, μήπως και τη δω να μπαίνει. Εκείνη όμως πουθενά. Που να την έψαχνα; Δεν ήξερα ούτε το όνομά της… Ένα πρωί προφασίστηκα πως κάτι μου έτυχε και άργησα να πάω στη δουλειά. Πήγα και στήθηκα έξω από τη σχολή της. Είδα πολλά παιδιά να μπαινοβγαίνουν στη σχολή, την έψαχνα σαν τρελός με το βλέμμα μου όμως δεν την είδα. Δεν ήταν εκεί. Πιθανώς να είχε αλλάξει σχολή, γι’ αυτό και δεν ξανάρθε.

Είχε περάσει σχεδόν ένας χρόνος κι εγώ είχα χάσει πια κάθε ελπίδα πως θα την ξανάβλεπα. Είχα πάψει να κοιτάζω την πόρτα τα πρωινά, αν και βαθιά μέσα μου, δεν την είχα ξεχάσει. Ώσπου μια μέρα καθώς ήμουν σκυμμένος και καθάριζα τον πάγκο άκουσα ξανά τη φωνή της (θα την αναγνώριζα, όσος καιρός κι αν περνούσε). Μελωδική και χαρούμενη όπως πάντα, γέμισε ζεστασιά το χώρο. «Καλημέρα σας!». Πετάχτηκα σαν να με χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. Γύρισα γρήγορα το κεφάλι μου για να τη δω, και τότε κοκκάλωσα. Είχε αδυνατίσει πολύ, φαινόταν ταλαιπωρημένη, με μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια της και είχε δεμένο στο κεφάλι της ένα χρωματιστό μαντήλι. Ο άγγελος μου είχε χάσει πια τα ξανθά του μπουκλάκια. «Θα  μπορούσα να έχω έναν φυσικό χυμό πορτοκάλι;» με ρώτησε ευγενικά. Της χαμογέλασα αμήχανα. «Αμέσως» της απάντησα. Καθώς έφτιαχνα το χυμό της, προσπαθούσα να βρω το θάρρος να της μιλήσω, να της πω κάτι. Έστω μια κουβέντα… μα δεν μπόρεσα.

Το μόνο που κατάφερα να ξεστομίσω ήταν  «Έτοιμος ο χυμός σας». Την κοίταξα μέσα στα μάτια. Δεν είχαν αλλάξει καθόλου. Τι κι αν τα είχαν αγκαλιάσει οι μαύροι κύκλοι, ήταν τα ίδια ταξιδιάρικα μάτια. Δυο μάτια που δεν έπαψαν ποτέ να ονειρεύονται, δυο μάτια γεμάτα ελπίδα που μπορούσαν να σε παρασύρουν σε τόπους μαγικούς. Μπορεί να είχε χάσει πολλά αυτόν τον ένα χρόνο που είχα να τη δω, δεν είχε χάσει όμως το χάρισμα της. Στα χέρια της κρατούσε ένα βιβλίο. «Οι τρείς αδερφές» του Άντων Τσέχωφ. Κοίταξα γρήγορα το ρολόι. Ήταν εννέα παρά τέταρτο. Θα πήγαινε ξανά στη σχολή της !Θα την ξανάβλεπα κάθε πρωί! Η καρδιά μου χτυπούσε πολύ δυνατά. Τόσο, που φοβόμουν πως θα την ακούσει και θα γίνω ρεζίλι! Έβγαλε μερικά ψιλά από την τσέπη της και τα άφησε πάνω στον πάγκο. «Σας ευχαριστώ πολύ» μου είπε με ένα εγκάρδιο χαμόγελο κι έπειτα τράβηξε προς τη σχολή της.

Επιτέλους την ξαναβρήκα! Μόνο που τώρα πια κατάλαβα…..Κατάλαβα πως αυτή η κοπέλα δεν ήταν και τόσο τυχερή όσο πίστευα τόσο καιρό και πως τελικά δεν ήμασταν και τόσο διαφορετικοί. Ίσως να τη βάραινε κι αυτήν η πραγματικότητα και να προσπαθούσε, όπως κι εγώ, να πιαστεί από ένα όνειρο για να επιβιώσει μέσα σε έναν άγνωστο και άδικο κόσμο. Μα πάνω απ’ όλα κατάλαβα πως οι άγγελοι, παραμένουν για πάντα άγγελοι. Ακόμα κι όταν χάσουν τα χρυσά τους μαλλιά.


Mε αφορμή την παγκόσμια ημέρα κατά του καρκίνου στις 4 Φεβρουαρίου, ένα διήγημα αφιερωμένο σε όλους τους επίγειους αγγέλους που παλεύουν καθημερινά για να επιβιώσουν,

Με αγάπη,
Νατάσσα Λούππου