Το χιόνι έπεφτε χωρίς σταματημό σε κείνο το πανύψηλο βουνό με το πυκνό δάσος. Κανένα μικρό ζώο δεν θ ‘άντεχε το τσουχτερό εκείνο κρύο και όλα είχαν κουρνιάσει στις φωλιές τους ανήμπορα και πεινασμένα. Τίποτα δεν κυκλοφορεί ανάμεσα στα πυκνά έλατα. Η σχεδόν τίποτα, γιατί με μια πιο προσεχτική ματιά θα παρατηρούσες μια μαύρη τριχωτή φιγούρα να περιφέρεται σαν φάντασμα. Τα μάτια του έλαμπαν στο σκοτάδι και μια ψυχή κατοικούσε μέσα του. Ήταν ένας λύκος. 

Ο τελευταίος στο είδος του. Ήταν 10 χρονών, μα σε ανθρώπινα χρόνια η ηλικία του θα ήταν 20. Ήταν ένας λύκος καθαρόαιμος, που του άρεσε να παρατηρεί τους ανθρώπους γι ‘αυτό και κάθε βράδυ κατέβαινε στο κοντινό χωριό, περνώντας απαρατήρητος έξω από τα σπίτια των χωρικών. Γνώριζε τόσα πολλά για τους ανθρώπους, που πολλές φορές καθώς έτρωγε το φαγητό του ψηλά εκεί στις αγαπημένες του κορυφές, ευχαριστούσε το θεό που τον έκανε λύκο και όχι άνθρωπο. Ένα μόνο πράγμα ζήλευε ο λύκος από τους ανθρώπους. Τη χριστουγεννιάτικη αγάπη. Δεν μπορούσε με τίποτα να καταλάβει ποια ήταν εκείνη η δύναμη, που έκανε τους ανθρώπους κάθε Χριστούγεννα να φιλιώνουν και να αγαπιούνται. 

Αυτή τη χριστουγεννιάτικη αγάπη ήθελε να νιώσει ο λύκος και πολλά ήταν τα βράδια τα οποία έμεινε ξάγρυπνος με αυτή την ιδέα. Κάθε Χριστούγεννα ο λύκος κοιτούσε το φεγγάρι και ούρλιαζε με παράπονο που δεν μπορούσε να γίνει άνθρωπος μόνο για λίγο. Έτσι και φέτος καθόταν μπροστά στο φεγγάρι παραμονή Χριστουγέννων και έκανε η θλίψη του το φεγγάρι να μοιάζει ματωμένο. Εκείνο το παγωμένο βράδυ κι ενώ τα μάτια του κόντευαν να κλείσουν κουρασμένος όπως ήταν από την αναζήτηση τροφής που το χιόνι την είχε κάνει πολύ δύσκολη, ξαφνικά το κεφάλι του λύκου ανασηκώθηκε, τα μάτια του άνοιξαν τελείως και η καρδιά του σφίχτηκε. Ένας άγγελος φάνηκε από το φεγγάρι να πλησιάζει προς το μέρος του.

Τι υπέροχα φτερά αέρινα και συννεφένια. Πλησίασε το λύκο και του είπε:

«αγαπητό μου πλάσμα μπορείς από τώρα και μέχρι το τέλος αυτής της χρονιάς να ψάξεις να ‘βρεις την χριστουγεννιάτικη αγάπη με τον ερχομό όμως της νέας χρονιάς θα ανήκεις πλέον στα ουράνια». Είπε και φύσηξε ένα αεράκι θεϊκό καθώς απομακρυνόταν. Ο λύκος έχασε τη λαλιά του αλλά και την ισορροπία του καθώς άρχισε να κυλάει και να κυλάει συνέχεια μέχρι που σταμάτησε στον τσιμεντένιο δρόμο. Καθώς πήγε να σηκωθεί κάτι δεν πήγαινε καλά.

Είχε δυο πόδια δυο χέρια και ρούχα κάλυπταν το ανθρώπινο κορμί του. Ήταν τόσο μεγάλη η χαρά του που ξέχασε τη συνάντηση με τον άγγελο και άρχισε να χοροπηδάει και να φωνάζει 
« ναι! ναι! ναι!!! »λίγο έλειψε να τον πατήσει ένα αυτοκίνητο που περνούσε εκείνη την ώρα. «Τώρα» σκέφτηκε, «το μόνο που έχω να κάνω είναι να ψάξω για τη χριστουγεννιάτικη αγάπη». Που όμως να τη βρει; δεν είχε ιδέα. Πήρε και πάλι το δρόμο για το δάσος απογοητευμένος. Σκαρφάλωσε σε ένα δέντρο και κει που ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάματα, ένας θόρυβος τράβηξε την προσοχή του. Λίγο πιο πέρα μια κοπέλα με ένα άσπρο γούνινο μπουφάν και σκούφο κρατώντας μια βαλίτσα πάσχιζε να διασχίσει το πυκνό δάσος.

Πιο κάτω δυο άντρες ντυμένοι στα μαύρα φαίνεται να την καταδιώκουν. Ο λύκος κατεβαίνει και κάνει νόημα στην κοπέλα να τον ακολουθήσει. Αυτή ξαφνιασμένη τον υπακούει και χωρίς να τους αντιληφθούν οι μαυροντυμένοι άντρες την οδηγεί στην κρυψώνα του. Ήταν μια κρύα σπηλιά με λιγοστό φως που μπορούσε όμως άνετα να τους φιλοξενήσει μέχρι να περάσει ο κίνδυνος. Η κοπέλα σαστισμένη τον ρώτησε. «Μα ποιος είσαι; τι είναι αυτό το μέρος». 
«Εδώ είναι το σπίτι μου» της απάντησε ο λύκος και η έκπληξη της κοπέλας μεγάλωσε. «Μα πως είναι δυνατόν» αναρωτήθηκε η κοπέλα. «Είχα ακούσει βέβαια για κάποιους σύγχρονους Μόγλη που έχουν ανακαλυφθεί αλλά ποτέ δεν μπορούσα να πιστέψω πως πραγματικά υπάρχουν.

Ακόμα δε μου είπες το όνομά σου» είπε η Λουίζα προσπαθώντας να τον βγάλει από τη δύσκολη θέση. 
«Με λένε Ζακ» απάντησε ο λύκος (ήταν ένα ονομα που άκουγε συχνά στο χωριό όταν κατέβαινε). «Ξέρεις , Ζακ είναι ωραίο μέρος απλά χρειάζεται λίγο στόλισμα. Τι λες λοιπόν θα’θελες να το κάνουμε λίγο πιο γιορτινό;» «Ναι μα και βέβαια » απάντησε ο Ζακ και έφυγε τρέχοντας για το δάσος.

Η Λουίζα ξαφνιάστηκε αλλά δεν την πείραξε γιατί ήταν σίγουρη πως θα ξαναγύριζε. Άφησε κάτω τη μαύρη τσάντα και άρχισε να στολίζει τη σπηλιά με κουκουνάρια και κλωνάρια από γκι που ήταν φυτρωμένο στην είσοδο της σπηλιάς. Πέρασε αρκετή ώρα και η Λουίζα αν και δεν είχε και πολλά στη διάθεσή της είχε καταφέρει να αλλάξει κάπως το τοπίο. Έξω άρχισε να σκοτεινιάζει και ο καιρός αγρίευε. Τα πράσινα μάτια της πρόδιδαν το φόβο όταν ξαφνικά ένα τεράστιο έλατο φάνηκε στην είσοδο.

Ήταν ο Ζακ που κουβαλούσε ένα πανύψηλο έλατο, ξύλα για τη φωτιά ένα κουνέλι και κάτι πανέμορφα μανιτάρια για χριστουγεννιάτικα στολίδια. «Νόμιζα πως δε θα ξαναρχόσουν.» Του είπε η Λουίζα και τον κοίταξε παραπονεμένα. «Μα πως είναι δυνατόν » απάντησε ο Ζακ «εδώ είναι το σπίτι μου και εκτός αυτού πως θα μπορούσα να σε αφήσω μόνη σου.» Η Λουίζα χαμογέλασε και βάλθηκε να στολίζει το έλατο όσο ο Ζακ άναβε φωτιά.

Έξω το σκοτάδι είχε πέσει για τα καλά αλλά μέσα στη σπηλιά η φωτιά που είχε ανάψει για τα καλά φανέρωνε μια γιορτινή ατμόσφαιρα με το έλατο και τους τοίχους στολισμένα και τους δυο φίλους μας να κάθονται γύρω από τη ζέστη τρώγοντας και συζητώντας χαμογελαστοί. «Καλά Χριστούγεννα Ζακ » είπε το κορίτσι και έπεσε για ύπνο, ενώ ο Ζακ βγήκε έξω και κοίταζε χαρούμενος τη σελήνη που αχνοφαίνοταν πίσω από τα βαριά σύννεφα. Οι επόμενες μέρες πέρασαν γρήγορα αλλά γλυκά.

Ο Ζακ πήγαινε τη Λουίζα στα πιο κρυφά μέρη του δάσους. Την παραμονή πρωτοχρονιάς η Λουίζα πρότεινε να πάνε στο χωριό που ήταν κοντά στο βουνό. Στο μεταξύ το χιόνι είχε φτάσει μέχρι το γόνατο. Ο Ζακ ήταν ο πιο ευτυχισμένος λύκος του κόσμου αλλά και η Λουίζα δεν πήγαινε πίσω. Στο δρόμο για το χωριό έπαιζαν χιονοπόλεμο σαν μικρά παιδιά. Σαν έφτασαν έκαναν βόλτες στο χωριό και σύντομα ήρθε το σούρουπο. Ο ήλιος κρύφτηκε και σιγά σιγά τ’αστέρια άρχισαν να παίρνουν τη θέση τους στον χειμωνιάτικο ουρανό. Τότε η Λουίζα του ζήτησε να την περιμένει στην έξοδο του χωριού μέχρι αυτή να πάει σε μια δουλειά.

Έτσι κι έκανε ο Ζακ. Πήγε στην άκρη του χωριού και κάθισε πάνω σε μια ψηλή πέτρα νιώθοντας να πλημυρίζει από χαρά. Η ώρα όμως περνούσε και η Λουίζα δε φαινόταν πουθενά. Πέρασε σχεδόν μια ώρα και ο Ζακ άρχισε να περπατάει νευρικά, χτυπώντας με μανία τα πόδια του πάνω στο παγωμένο χιόνι, μονολογώντας: «χριστουγεννιάτικη αγάπη τώρα κατάλαβα!!! Δεν την παίρνεις παρά μονάχα τη δίνεις» εκεί που περπατούσε σίγουρος ότι δεν θα την ξαναδεί η γλυκιά φωνή της Λουίζας ήχησε και πάλι στ’αυτιά του.

Γύρισε μεμιάς και η κοπέλα όρμησε στην αγκαλιά του και τον φίλησε. «θα’φευγες χωρίς να με χαιρετίσεις;» του είπε με παράπονο. Ο Ζακ την αγκάλιασε ακόμη πιο σφιχτά και ένιωσε αυτό που τόσο πολύ επιθυμούσε. Την αγάπη. Κι εκεί που όλα φαίνονταν να είναι υπέροχα, ένας μαυροφορεμένος άντρας εμφανίστηκε κρατώντας ένα όπλο. Η Λουίζα πάγωσε και το φεγγάρι δάκρυσε. ο Ζακ άρχισε να τρέχει και μ’ένα άλμα πάνω από τη Λουίζα μεταμορφώθηκε ξανά σε ένα τεράστιο λύκο.

Το όπλο έριξε μια σφαίρα κι ο λύκος σωριάστηκε στα πόδια της Λουίζας. Το νέο έτος είχε μπει και η ψυχή του λύκου παραδόθηκε στον παράδεισο. Η Λουίζα είχε πέσει πάνω στο πτώμα του λύκου. Ο αέρας ανέμιζε τα μακριά μαλλιά της, καθώς τα δάκρυα κυλούσαν ασταμάτητα από τα μάτια της. Η πανσέληνος είχε γίνει για ακόμη μια φορά μάρτυρας ενός δράματος. Η Λουίζα δε γύρισε ποτέ στον τόπο της. Μια νεράιδα την λυπήθηκε και την μεταμόρφωσε σε χριστουγεννιάτικο έλατο, να στέκει πάνω από το πτώμα του λύκου. 

Κανείς τελικά δεν ξέρει, αν η χριστουγεννιάτικη αγάπη έφερε τη χαρά ή τον πόνο σ αυτή την ιστορία. Ίσως αγάπη να’ναι χαρά και πόνος μαζί.

(της Μαρκέλας Ζερδαλή)