Η σκλήρυνση κατά πλάκας είναι μία ασθένεια του νευρικού συστήματος, και πιο συγκεκριμένα του εγκεφάλου και του νωτιαίου μυελού.
Το νευρικό σύστημα περιέχει κύτταρα που ονομάζονται νευρώνες και ρόλος τους είναι να δημιουργούν και να μεταφέρουν σήματα σε όλο τον οργανισμό. Τα σήματα αυτά είναι υπεύθυνα για λειτουργίες όπως η ισορροπία, ο σωματικός συντονισμός, η όραση και η μνήμη και για να φτάσουν στον προορισμό τους διέρχονται από τις νευρικές ίνες (φανταστείτε τις σαν τα «καλώδια» που μεταφέρουν τα σήματα). Οι νευρικές ίνες περιβάλλονται και προστατεύονται από ένα μονωτικό έλυτρο, το οποίο είναι σημαντικό για την προστασία τους και την σωστή λειτουργία τους, και είναι φτιαγμένο από μία ουσία που ονομάζεται μυελίνη.
Γράφει ο Μιχάλης Βικελής- Νευρολόγος, MSc, PhD
Στη σκλήρυνση κατά πλάκας το ανοσοποιητικό σύστημα αναγνωρίζει εσφαλμένα τη μυελίνη ως «παρείσακτη» ή «εισβολέα» και της επιτίθεται με σκοπό να την καταστρέψει. Οι επιθέσεις αυτές προκαλούν βλάβες ή και καταστρέφουν το προστατευτικό περίβλημα μυελίνης, με αποτέλεσμα τα σήματα να μην μεταφέρονται σωστά. Νεότερα επιστημονικά δεδομένα δείχνουν πως στη σκλήρυνση κατά πλάκας, πέρα από τις επιθέσεις κατά της μυελίνης, κάποια από τα ίδια τα κύτταρα του εγκεφάλου για άγνωστο λόγο καταστρέφονται. Η καταστροφή της μυελίνης και ο θάνατος των νευρικών κυττάρων οδηγούν σε διαταραχή της δημιουργίας και αποστολής μηνυμάτων από το νευρικό σύστημα, και αυτό μπορεί να προκαλέσει διάφορα συμπτώματα, ανάλογα με το σημείο στο οποίο δημιουργούνται οι βλάβες. Τα συμπτώματα αυτά μπορεί να αφορούν την κίνηση, την ισορροπία, την αίσθηση, την όραση, τη μνήμη, τη σκέψη και διάφορες άλλες λειτουργίες. Μερικές φορές τα συμπτώματα εμφανίζονται, διαρκούν κάποιο διάστημα και στη συνέχεια εξαφανίζονται, ενώ σε άλλες περιπτώσεις διαρκούν περισσότερο ή είναι ακόμη και μόνιμα.
Υπάρχουν τρεις κύριες μορφές σκλήρυνσης κατά πλάκας:
■ Η υποτροπιάζουσα-διαλείπουσα
■ Η δευτεροπαθώς προϊούσα
■ Η πρωτοπαθώς προϊούσα
Η υποτροπιάζουσα-διαλείπουσα σκλήρυνση κατά πλάκας είναι η πιο συνηθισμένη μορφή. Το 85% περίπου όλων των πασχόντων από σκλήρυνση κατά πλάκας θα διαγνωστεί με τη μορφή αυτή. Τα άτομα που έχουν την υποτροπιάζουσα- διαλείπουσα μορφή εμφανίζουν σαφώς οριοθετημένες κρίσεις, που χαρακτηρίζονται από την εμφάνιση συμπτωμάτων. Οι κρίσεις αυτές -αποκαλούνται και υποτροπές ή εξάρσεις- διαταράσσουν τη λειτουργία του νευρικού συστήματος και συνοδεύονται από μερική ή πλήρη ανάκαμψη και σταθερή κατάσταση για διαστήματα. Τα διαστήματα αυτά είναι γνωστά ως υφέσεις.
Η πορεία αυτής της μορφής σκλήρυνσης κατά πλάκας μπορεί να είναι πολύ διαφορετική από ασθενή σε ασθενή. Ορισμένα άτομα ζουν χωρίς συμπτώματα ή με ελάχιστα συμπτώματα για πολλά χρόνια, ενώ άλλα μπορεί –δυστυχώς- να έχουν πολλές υποτροπές και ταχεία εξέλιξη της νόσου.
Στην δευτεροπαθώς προϊούσα σκλήρυνση κατά πλάκας υπάρχει εξέλιξη της νόσου μεταξύ των κρίσεων. Πριν καταστούν διαθέσιμες οι τροποποιητικές της νόσου θεραπείες, οι περισσοτεροι ασθενείς με υποτροπιάζουσα σκλήρυνση κατά πλάκας θα ανέπτυσσαν δευτεροπαθώς προϊούσα μορφή εντός 10-15 ετών. Σήμερα, τα δεδομένα είναι καλύτερα. Η θεραπεία μειώνει τα ποσοστά υποτροπών και μπορεί να καθυστερεί την εξέλιξη της νόσου.
Η πρωτοπαθώς προϊούσα μορφή της σκλήρυνσης κατά πλάκας ακολουθεί εξαρχής μία πορεία προοδευτικής επιδείνωσης. Οι ασθενείς με αυτή τη μορφή δεν παρουσιάζουν υποτροπές ή υφέσεις, αλλά η νόσος επιδεινώνεται σταθερά. Αυτή η μορφή διαγιγνώσκεται σε έναν μικρό αριθμό ατόμων.
Η αιτία που προκαλεί την εμφάνιση σκλήρυνσης κατά πλάκας σε ένα άτομο δεν είναι ακόμη ξεκάθαρη. Η σύγχρονη νευρολογία θεωρεί πως η ασθένεια μπορεί να πυροδοτείται από διάφορους παράγοντες. Παράγοντες που παίζουν ρόλο στο ποιος, ενδεχομένως, θα εμφανίσει τη νόσο και ποιος όχι είναι, μεταξύ άλλων, το φύλο, η εθνικότητα και η γεωγραφική τοποθεσία.
Η ΣΚΠ δεν θεωρείται μια κληρονομική νόσος, που σημαίνει ότι δεν κληρονομείται αυτόματα σε συγγενείς. Εάν, όμως, υπάρχουν άτομα στο οικογενειακό περιβάλλον που πάσχουν από τη νόσο, τότε η πιθανότητα εμφάνισης και σε άλλο άτομο είναι αυξημένη. Αν και οποιοσδήποτε άνθρωπος μπορεί να εμφανίσει τη νόσο, η διάγνωση γίνεται συχνότερα σε άτομα ηλικίας από 20 έως 50 ετών, ενώ οι γυναίκες έχουν διπλάσιες πιθανότητες να την αναπτύξουν από ότι οι άνδρες.
Η ανίχνευση και διάγνωση της σκλήρυνσης κατά πλάκας και η έναρξη της θεραπείας όσο το δυνατό νωρίτερα είναι ο καλύτερος τρόπος για τη μακροχρόνια αντιμετώπιση της νόσου. Η διάγνωση γίνεται κλινικά, με βάση τα συμπτώματα και τα ευρήματα στη νευρολογική κλινική εξέταση και ολοκληρώνεται με τη βοήθεια της ιατρικής τεχνολογίας: Η σημαντικότερη εξέταση, σε άτομα που υπάρχει κλινική υποψία σκλήρυνσης κατά πλάκας είναι μια απεικονιστική εξέταση που αποκαλείται μαγνητική τομογραφία. Η μαγνητική τομογραφία βοηθά στον εντοπισμό βλαβών που προκαλούνται στη μυελίνη.
Τα άτομα με σκλήρυνση κατά πλάκας συνήθως υποβάλλονται τακτικά σε μαγνητική τομογραφία, προκειμένου ο γιατρός να αξιολογεί και να παρακολουθεί τη νόσο. Άλλη σημαντική εξέταση για τη διάγνωση, αλλά στην εποχή μας όχι πάντα απαραίτητη, είναι η οσφυονωτιαία παρακέντηση, κατά την οποία λαμβάνεται δείγμα από το εγκεφαλονωτιαίο υγρό, το οποίο περιβάλλει τον εγκέφαλο και τον νωτιαίο μυελό, ενώ συγκεκριμένες αιματολογικές εξετάσεις πραγματοποιούνται σε κάθε περίπτωση που υπάρχει υποψία σκλήρυνσης κατά πλάκας.
Όσον αφορά τη θεραπεία, τα τελευταία χρόνια πολλά έχουν αλλάξει. Σήμερα, οι πάσχοντες από σκλήρυνση κατά πλάκας έχουν στη διάθεσή τους πολυάριθμες εγκεκριμένες θεραπευτικές επιλογές. Παράλληλα, συνεχίζονται οι έρευνες για βελτιωμένες θεραπείες που μπορεί να καταστούν διαθέσιμες στο μέλλον.
Η επιλογή της κατάλληλης φαρμακευτικής αγωγής και η διατήρησή της μπορεί να συμβάλλει σημαντικά στον επιτυχή έλεγχο της ΣΚΠ. Κάθε φάρμακο έχει πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα που θα πρέπει να ληφθούν υπόψιν και να συζητηθούν μεταξύ ασθενούς και γιατρού, ώστε να επιλεγεί το καταλληλότερο για τον κάθε συγκεκριμένο ασθενή.
Πηγή: www.boro.gr
0 Σχόλια