Η σκλήρυνση κατά πλάκας εμφανίζεται κυρίως μεταξύ των 20 και 50 χρόνων και προσβάλλει τις γυναίκες σε μεγαλύτερο ποσοστό σε σχέση με τους άντρες.

Η σκλήρυνση κατά πλάκας είναι μια χρόνια, μη ιάσιμη αυτοάνοση ασθένεια που απασχολεί πολλούς επαγγελματίες υγείας, ανάμεσά τους νευρολόγους, ψυχολόγους, διατροφολόγους κτλ. Κατά την ανάπτυξη της το ανοσοποιητικό σύστημα επιτίθεται στο κεντρικό νευρικό σύστημα και προκαλεί απομυελίνωση.

Η κλινική συμπτωματολογία περιλαμβάνει μεταξύ άλλων διαταραχές στην κίνηση, μυϊκή ατροφία, διαταραχές στην αίσθηση, όραση, δυσλειτουργίες αισθητηρίων οργάνων, πόνο, νευρογνωστικές ελλείψεις και ψυχιατρικά συμπτώματα όπως κατάθλιψη και άγχος.

Τα άτομα με σκλήρυνση κατά πλάκας εμφανίζουν ελλείψεις στην αντίληψη, τη μάθηση, τη μνήμη, τον προσανατολισμό και την προσοχή, τη στρατηγική και την οργάνωση.

Κατά την εξέλιξή της, η σκλήρυνση κατά πλάκας επηρεάζει τους νευρώνες και τα κύτταρα του εγκεφάλου όπως και τον νωτιαίο μυελό, υπεύθυνα για τον έλεγχο των γνωστικών διεργασιών και του σώματος. Η σκλήρυνση κατά πλάκας μπορεί να πάρει πολλές μορφές είτε ως ξεχωριστά επεισόδια είτε με πιο αργή ανάπτυξη.

Ανάμεσα στα επεισόδια οι ασθενείς μπορεί να είναι ασυμπτωματικοί αλλά η βλάβη που έχει υποστεί το Κεντρικό Νευρικό Σύστημα (ΚΝΣ) οδηγεί σταδιακά σε μόνιμα νευρολογικά προβλήματα.

Εμφανίζεται κυρίως μεταξύ των 20 και 50 χρόνων και προσβάλλει τις γυναίκες σε μεγαλύτερο ποσοστό σε σχέση με τους άντρες. Τα αρχικά συμπτώματα συνήθως μπορεί να είναι αθώα όσον αφορά τη συχνότητα ή την ένταση και δεν προκαλούν μεγάλη ανησυχία έτσι ώστε να οδηγήσουν κάποιον να αναζητήσει ιατρική βοήθεια.

Κάποια από αυτά περιλαμβάνουν αλλαγές στην αίσθηση των άκρων ή του προσώπου, προβλήματα στην όραση, αδυναμία ή κόπωση, αταξία και προβλήματα στην ισορροπία. Κάποια άτομα μπορεί να εμφανίσουν επίσης ψυχωσικά συμπτώματα με τη μορφή οπτικών ή ακουστικών ψευδαισθήσεων.

Η διάγνωση γίνεται ύστερα από λεπτομερή νευρολογική εξέταση, ενώ απαραίτητη είναι η χρήση μαγνητικής τομογραφίας (Magnetic Resonance Imaging, MRI) όπου αναδεικνύονται απομυελινωτικές εστίες. Χρήσιμη είναι επίσης και η λήψη εγκεφαλονωτιαίου υγρού που συμβάλλει στην καλύτερη και πιο ακριβή διάγνωση.

Η εξέταση αυτή γίνεται αποκλειστικά από Ειδικό Νευρολόγο.

Μια υποτροπή μπορεί να συμβεί λόγω πολλών και διαφορετικών παραγόντων. Συνήθως συμβαίνει κατά τη διάρκεια της άνοιξης ή του καλοκαιριού, ενώ ευθύνονται λοιμώξεις, ψυχολογική πίεση ή ένταση.
Δεν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις για την εμφάνιση της σκλήρυνσης κατά πλάκας εφόσον επιστημονικά δεδομένα υποστηρίζουν το συνδυασμό περιβαλλοντολογικών και γενετικών παραγόντων.

Κάποιοι από τους περιβαλλοντολογικούς παράγοντες περιλαμβάνουν μόλυνση από ιό που ευθύνεται για τη δυσλειτουργία του ανοσολογικού συστήματος και κατά συνέπεια του ΚΝΣ. Επιπρόσθετα, η έλλειψη βιταμίνης D που συμμετέχει στη ρύθμιση του ανοσοποιητικού συντελεί στην παθογένεια της σκλήρυνσης κατά πλάκας.

Στην εμφάνιση της Σκλήρυνσης κατά πλάκας έχει βρεθεί κληρονομικότητα στα δίδυμα αδέρφια, ιδίως στα μονοζυγωτικά σε ποσοστό έως και 40%. Άλλες έρευνες έχουν δείξει πως η πολλαπλή σκλήρυνση ίσως να έχει να κάνει με μια περιοχή στο χρωμόσωμα 5, καθώς και στα χρωμοσώματα 2, 3, 7, 11, 17, 19, και X.

Τα συμπτώματα που θα εμφανίσει ένας ασθενής εξαρτώνται κατά ένα πολύ μεγάλο μέρος από την περιοχή που προέκυψε η εστιακή βλάβη της μυελίνης. Αν η βλάβη αφορά περιοχές του εγκεφάλου που σχετίζονται με αισθητικά ερεθίσματα τότε μπορεί να εμφανιστούν μουδιάσματα ή μυρμηγκιάσματα.

Αν οι βλάβες εμφανίζονται σε περιοχές όπου ελέγχεται η κίνηση μπορεί να υπάρξει πάρεση ή παράλυση. Βλάβες στην παρεγκεφαλίδα, τότε ο ασθενής μπορεί να εμφανίσει προβλήματα στην ομιλία, αστάθεια και αταξία κινήσεων.

Επίσης, η κλινική εικόνα μπορεί να διαφέρει από ασθενή σε ασθενή. Διακρίνουμε τις περιπτώσεις όπου η νόσος εξελίσσεται με ώσεις, ενώ στα μεσοδιαστήματα ο ασθενής είναι φαινομενικά υγιής. Αντίθετα σε άλλες περιπτώσεις εγκαθίσταται μία συμπτωματολογία η οποία επιδεινώνεται με το πέρασμα του χρόνου.

Τέλος, συχνή είναι η προσβολή του οπτικού νεύρου με αποτέλεσμα θάμβος οράσεως και διαταραχές στην αντίληψη και την οπτική επεξεργασία.

Πολύ σημαντική είναι η ψυχολογική υποστήριξη του ασθενούς και η Γνωστική Αποκατάσταση των γνωστικών ελλείψεων που μπορεί να εμφανιστούν λόγω της εγκεφαλικής βλάβης. Όσον αφορά την ψυχολογική υποστήριξη συμβάλλει και στην καλή λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος, τη βελτίωση των συμπτωμάτων και την καλύτερη πρόγνωση.

Οι γνωστικές ελλείψεις στους ασθενείς οφείλονται στην απομυελίνωση της λευκής ουσίας του εγκεφάλου με τη διεργασία αυτή πολλές φορές να διαπερνά και τη φαιά ουσία. Η απομυελίνωση είναι η απώλεια της μυελίνης που αποτελείται από λιπίδια και πρωτεΐνες.

Η λευκή ουσία είναι το τμήμα του εγκεφάλου που περιέχει μυελωμένα νευρικές ίνες και εμφανίζεται λευκό, ενώ η φαιά ουσία στο φλοιό του εγκεφάλου περιέχει νευρικά κύτταρα και εμφανίζεται γκρι. Όταν η μυέλινη καταστρέφεται λόγω της σκλήρυνσης οι νευρικές ίνες είτε έχουν βλάβη είτε είναι απούσες και με αυτόν τον τρόπο εμφανίζονται τα συμπτώματα.

Οι ασθενείς εμφανίζουν κυρίως αδυναμία στις ανώτερες γνωστικές λειτουργίες όπως στην ταχύτητα της επεξεργασίας της πληροφορίας και την ακρίβεια, τη μνήμη και την αναγνώριση (οπτική και με ενδείξεις). Επίσης ελλείψεις στην προσοχή, στις εκτελεστικές λειτουργίες και τη λεκτική ροή αλλά και οπτικοχωρικά προβλήματα.

Τα γνωστικά ελλείμματα είναι από τα κύρια συμπτώματα στη σκλήρυνση κατά πλάκας, παρόλο που μπορεί να οφείλονται στο άγχος και την άσχημη διάθεση. Ερευνητικά δεδομένα υποστηρίζουν τα παραπάνω συμπτώματα μέσω ευρημάτων μαγνητικής τομογραφίας, με βλάβες κυρίως στο μετωπιαίο και ινιακό λοβό και τις σχετικές περιοχές.

Σε αυτές περιοχές ο όγκος του εγκεφάλου επίσης εμφανίζεται μειωμένος.

5 παράγοντες καθορίζουν την καλύτερη προσαρμογή του ασθενούς στην διαταραχή. Το πρώτο είναι η προσωπικότητα του ασθενούς. Δεύτερος παράγοντας είναι η υποστήριξη από την οικογένεια και η ποιότητα που δέχονται οι ασθενείς. Τρίτος παράγοντας είναι η ικανότητα του ασθενούς για κοινωνικότητα και κατά πόσο είναι διατεθειμένος να ζητήσει υποστήριξη και βοήθεια τόσο ιατρική όσο και από το άμεσο περιβάλλον.

Σημαντική επίσης είναι η σχέση που θα αναπτύξει ο ασθενής με τους επαγγελματίες υγείας. Και τέλος η ίδια η διαταραχή, η πορεία της και η βαρύτητα αλλά και συχνότητα των συμπτωμάτων. Η υποστήριξη που μπορεί να προσφέρει ένας ψυχολόγος είναι συνήθως βραχύχρονη (από 5 ως 15 συνεδρίες) και στοχεύει στη διαχείριση του άγχους και της κατάθλιψης, τεχνικές χαλάρωσης και μείωσης του στρες, την αποδοχή της ασθένειας, τις πτώσεις αλλά και τις δυσκολίες που μπορεί να προκύψουν στις διαπροσωπικές σχέσεις.


Πηγή: www.iatronet.gr