«Η ζωή είναι ένα θαύμα που πετάξαμε στον καταπιώνα του φόβου.

Δεν γεννιόμαστε ελεύθεροι, δεν γεννιόμαστε άνθρωποι. Ελεύθεροι γινόμαστε, άνθρωποι γινόμαστε.

Καθένας μας κουβαλάει τις αμαρτίες των γονέων που τον γέννησαν, τις αμαρτίες της κοινωνίας που τον γαλούχησε.

Γεννηθήκαμε σκλάβοι, υποτακτικοί, χρεωμένοι, δουλοπρεπείς. Απ’ την πρώτη μέρα, απ’ την πρώτη ανάσα, ανήκουμε σε κάποιον, ανήκουμε στον Φαραώ, ανήκουμε στην κοινωνία.

Αυτή καθόρισε πού θα ζήσουμε, πόσα θα έχουμε, τι μας αξίζει να πάθουμε. Αυτή επιλέγει τι θα μάθουμε, πόσα θα καταλάβουμε, πόσα επιτρέπεται να ζητιανέψουμε.

Αυτή αποφασίζει πού μπορούμε να ταξιδέψουμε, ποια σύνορα να διαβούμε, πού πρέπει να πεθάνουμε.

Αυτή αποφασίζει τι δουλειά θα κάνουμε και πόσο ψωμί θα τρώμε, πόσο πρέπει να κουραστούμε και πόσο να ματώσουμε.

Αυτή αποφασίζει με τι θα χαρούμε, ποιες μέρες θα ξαποστάσουμε, πόσα παιδιά θα κάνουμε, πόσα μπορούμε να ταΐσουμε και πώς θα τα αναθρέψουμε.

Αυτή αποφασίζει τι θα φυτέψουμε στη γη και τι θα κάνουμε τους καρπούς του μόχθου μας.

Τίποτα δεν μας ανήκει αληθινά, πέρα απ’ την υποταγή, τον φόβο, και την πικρή χαρά όταν παίρνεις ένα καινούριο καθρεφτάκι, λίγες ακόμα χάντρες.

Γεννηθήκαμε σκλάβοι και πεθαίνουμε για να χτίζουν οι Φαραώ τις Πυραμίδες τους, τα μνημεία της δόξας τους.

Οι ιερείς τους υπηρετούν, διακηρύττοντας τη θεϊκότητα της φαραωνικής εξουσίας.
Οι γραμματείς τους υπηρετούν, πείθοντας μας ότι δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική.
Οι στρατιιώτες τους υπηρετούν, καίγοντας τα σπίτια μας.

Γεννηθήκαμε για να ακολουθούμε τους κανόνες του Φαραώ. Να πατάμε τη λάσπη μέχρι που να λιώσουμε μέσα της. Να ξυπνάμε χαράματα και να δουλεύουμε ως το βράδυ, κερδίζοντας ένα πιάτο φαΐ και μια ζωή αδειανή.

Και τα παιδιά μας πρέπει να τα μάθουμε να είναι ίδια σκλάβοι, πειθήνιοι, υπάκουοι, δειλοί. Μόνο έτσι θα επιβιώσουν, έτσι θα μάθουν, έτσι θα συνεχίσουν να χτίζουν Πυραμίδες.

Είμαστε χιλιάδες, εκατομμύρια, δισεκατομμύρια, αμέτρητοι, αλλά δουλεύουμε όλοι για να τρέφεται το Μέγα Κτήνος το Αδηφάγο, αυτό που ποτέ δεν χορταίνει ποτέ δεν λυπάται ποτέ δεν ελεεί, αυτό που ζει απ’ την υποταγή μας.

Αλλά πρέπει να διαλέξουμε πια. Θα συνεχίσουμε να είμαστε σκλάβοι, θα κάνουμε σκλάβους τα παιδιά μας, σαν κι εμάς;

Διαλέξτε. Τι ζωή θέλετε να ζήσετε; Τι ζωή θέλετε να ζήσουν τα παιδιά σας; Τη ζωή του ανθρώπου ή τη ζωή του δούλου;»


Έτσι μίλησε ο Μωυσής μπρος στην Ερυθρά Θάλασσα.

Πίσω, λίγα μίλια μακριά, φαινόταν η σκόνη απ’ τ’ άρματα του φαραωνικού στρατού, που ερχόταν αλαλάζοντας.

«Σώσε μας», είπε ο λαός, «σώσε μας, Μωυσή.»
«Δεν μπορώ να σας σώσω, δεν είστε άνθρωποι, είστε ποντίκια.»
«Πες του Θεού», είπε ο λαός, «πες του Θεού να μας σώσει. Ν’ ανοίξει η θάλασσα στα δύο να διαβούμε.»
«Δεν μπορεί ο Θεός να σώσει κάποιον που δεν μπορεί να σωθεί μονάχος. Ούτε προφήτες ούτε στρατηγοί ούτε ήρωες. Κανείς δεν μπορεί να σώσει όποιον δεν πολεμά για να σωθεί.»

Ο λαός ξεκίνησε να κλαίει να προσκυνά να προσεύχεται να λιποθυμά να οδύρεται να καταριέται τη μοίρα.

Κι οι ερπύστριες απ’ τ’ άρματα του φαραωνικού στρατού πλησίαζαν.


«Κανείς δεν θα σε σώσει όσο εσύ υποτάσσεσαι.

Κανείς δεν θα σου χαρίσει τίποτα όσο εσύ δεν διεκδικείς δεν απαιτείς δεν πολεμάς για να το πάρεις.

Πόσο καιρό αντέχεις να είσαι δούλος υποταχτικός ανύπαρχτος;

Τι φοβάσαι; Ότι θα πεθάνεις; Πεθαίνεις χίλιες φορές κάθε μέρα.

Δεν φοβάσαι ότι τα παιδιά σου γεννιούνται και θα πεθάνουν δούλοι, χωρίς να ζήσουν τίποτα άλλο απ’ το πάτημα της λάσπης;

Γιατί πρέπει να υπάρχουν Φαραώ, ιερείς, γραμματείς και στρατηγοί; Για να χτίζονται Πυραμίδες.

Δεν θες να ζήσεις, έστω για μια φορά, έστω για μια ώρα, σαν άνθρωπος, περήφανος ελεύθερος, έστω για μια ώρα;»


Έτσι μίλησε ο Μωυσής κι ο λαός άνοιξε στα δυο σαν θάλασσα.

Ο φαραωνικός στρατός πέρασε ανάμεσα τους κι έπεσε πάνω στον Μωυσή. Τη στιγμή που τον σκότωσαν το πλήθος ξεκίνησε να επιτίθεται. Παιδιά, γυναίκες, άντρες και γέροι, χύθηκαν σαν ακρίδες στους στρατιώτες του Φαραώ, σαν τα κύματα μιας απέραντης θάλασσας.

Και τους έπνιξαν όλους.


Έβαλαν τα κομμάτια του Μωυσή στην Κιβωτό της Διαθήκης και την κουβάλησαν ως τη Κναναάν.

Και πάντα μνημόνευαν τα λόγια του Μωυσή.


«Διαλέξτε. Τι ζωή θέλετε να ζήσετε; Τι ζωή θέλετε να ζήσουν τα παιδιά σας; Τη ζωή του ανθρώπου ή τη ζωή του δούλου;»




εικόνα: Lee Jeffries (http://antikleidi.com/2014/11/11/astegoi/)
πηγή: Γελωτοποιός