Ολοένα αυξανόμενα οφέλη για τη βιταμίνη Κ2 ανακαλύπτουν οι επιστήμονες και πολλοί μάλιστα υποστηρίζουν ότι η συγχορήγησή της με βιταμίνη D είναι ό,τι καλύτερο για την υγεία των οστών και όχι μόνο.

Η φυσική βιταμίνη Κ είναι μια λιποδιαλυτή βιταμίνη που οι περισσότεροι γνωρίζουν ως απαραίτητο θρεπτικό συστατικό για τη σωστή πήξη του αίματος. Το γράμμα Κ προέρχεται από το αρχικό της γερμανικής λέξης koagulation, που σημαίνει πήξη, και την ονομασία έδωσε ο Δανός Henrik Dam όταν την πρωτοανακάλυψε, το 1929. Συμπεριλαμβάνει δύο κατηγορίες ουσιών, τη φυλλοκινόνη (Κ1) και τις μενακινόνες (Κ2).

Οι μενακινόνες βρίσκονται σε διάφορες μορφές (ΜΚ-4, ΜΚ-7, ΜΚ-8, ΜΚ-9, ΜΚ-10, ΜΚ-11, ΜΚ-12). Η πιο σταθερή και δραστική μενακινόνη φαίνεται να είναι η ΜΚ-7.

«Πλούσιες πηγές φυλλοκινόνης είναι τα σκουροπράσινα φυλλώδη λαχανικά (π.χ. σπανάκι, λαχανίδες, σέσκουλα), ενώ η βασική πηγή μενακινονών στη διατροφή του ανθρώπου είναι το νάτο (natto), ένα προϊόν ζύμωσης φασολιών σόγιας που οι Ασιάτες καταναλώνουν φανατικά, τα κίτρινα τυριά και πολύ λιγότερο ο κρόκος του αυγού και το βούτυρο» μας εξηγεί ο αντιπρόεδρος του Ελληνικού Ινστιτούτου Διατροφής, κλινικός διαιτολόγος-διατροφολόγος Κωνσταντίνος Ξένος.

«Στα τυριά, οι μενακινόνες (βιταμίνη Κ2) παράγονται από τα διάφορα οξυγαλακτικά βακτήρια, τα οποία χρησιμοποιούνται στη διαδικασία παραγωγής αυτών των τροφίμων. Να τονιστεί πως οι σύγχρονες μέθοδοι παρασκευής τροφίμων (π.χ. μείωση χρόνου ζύμωσης κ.τ.λ.) έχουν μειώσει δραστικά το περιεχόμενό τους σε Κ2.

Πέρα από τη διατροφή, οι μενακινόνες είναι δυνατό να παραχθούν μέσω της εντερικής χλωρίδας και συγκεκριμένα των βακτηριοειδών. Εξαίρεση αποτελεί η μενακινόνη ΜΚ-4, η οποία δεν γίνεται να παραχθεί από βακτήρια της χλωρίδα μας, αλλά παράγεται ενδογενώς σε μικροποσά σε διάφορους ιστούς από τη μετατροπή της Κ1».

Αν και οι ανάγκες ενός ανθρώπινου οργανισμού σε μενακινόνες συνολικά (Κ2) δεν έχουν καθοριστεί με σαφήνεια, φαίνεται πως η διαιτητική πρόσληψη, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια, και η ενδογενής παραγωγή της Κ2 από τα βακτηριοειδή δεν αρκεί για να τις καλύψει.
Ο ρόλος της βιταμίνης Κ στον ανθρώπινο οργανισμό

Η έρευνα για όλες τις μορφές της βιταμίνης Κ έχει προχωρήσει πολύ και τα οφέλη τους αποδεικνύονται πολλαπλά. Όπως εξηγούν οι ειδικοί, αποτελούν συμπαράγοντες ενός ενζύμου το οποίο ενεργοποιεί 17 συγκεκριμένες ηπατικές και εξωηπατικές πρωτεΐνες.

Η Κ1 δρα κυρίως στο συκώτι, ενεργοποιώντας πρωτεΐνες που παίζουν σημαντικό ρόλο στην πήξη του αίματος.

Η Κ2 δρα κυρίως εξωηπατικά, ενεργοποιώντας:

- τη λεγόμενη matrix gla πρωτεΐνη (MGP), η οποία αναστέλλει την καθίζηση ασβεστίου στα αγγεία,

- την οστεοκαλσίνη, η οποία μεταλλοποιεί το σπογγώδες οστό και προάγει τη σύνθεση του σμάλτου των δοντιών,

- την Gas-6 πρωτεΐνη, η οποία φαίνεται να έχει αντικαρκινικές ιδιότητες και παράλληλα να συνεργάζεται με την MGP, όμως είναι πολύ λιγότερο αποσαφηνισμένη η δράση της σε σχέση με τις δυο άλλες πρωτεΐνες που αναφέρθηκαν.

Όπως επισημαίνει ο κ. Ξένος, το αν μας λείπει η βιταμίνη Κ2 διαπιστώνεται με τη μέτρηση των επιπέδων της μη ενεργοποιημένης (υποκαρβοξυλιωμένης) οστεοκαλσίνης ή της μη ενεργοποιημένης (υποκαρβοξυλιωμένης) matrix GLA πρωτεΐνης.

«Πράγματι, σχεδόν όλες οι κλινικές μελέτες που έχουν διεξαχθεί προκειμένου να αξιολογήσουν τα όσα προσφέρει η βιταμίνη Κ2 μετρούν τα επίπεδα της μίας ή και των δυο αυτών πρωτεϊνών» λέει ο ειδικός.

Και συνεχίζει: «Σε πρόσφατη μελέτη, στην οποία μετρήθηκαν τα επίπεδα υποκαρβοξυλιωμένης MGP σε 452 άτομα, το 97% είχε ανεπάρκεια ή έλλειψη βιταμίνης Κ2. Μελέτες υποδεικνύουν πως τα επίπεδα της υποκαρβοξυλιωμένης MGP αυξάνονται με το πέρασμα των χρόνων».

Ανεπάρκεια ή έλλειψη βιταμίνης Κ παρατηρείται σε περιπτώσεις:

- αντιβιοτικής χορήγησης (πάνω από 10 ημέρες),

- χορήγησης στατινών,

- χορήγησης οιστρογόνων,

- χαμηλής πρόσληψης διαιτητικού λίπους ή κατανάλωσης σκευασμάτων κατά της παχυσαρκίας, καθώς μπλοκάρουν μέρος της απορρόφησης του λίπους που τρώμε,

- φαρμακευτικής αγωγής με δεσμευτικά των χολικών οξέων (π.χ. χολεστυραμίνη),

- συχνής κατανάλωσης συντηρητικών που βρίσκουμε σε συσκευασμένα τρόφιμα (π.χ. BHT),

- παθήσεων του γαστρεντερικού, ηπατικών νόσων και παρατεταμένης χρήσης οιστρογόνων.
Συνέργεια της βιταμίνης D3 με την Κ2

Σύμφωνα με τα τελευταία ερευνητικά δεδομένα, η παρατεταμένη και μεγάλη πρόσληψη βιταμίνης D προάγει την παραγωγή μεγάλων ποσοτήτων πρωτεϊνών που εξαρτώνται από την βιταμίνη Κ. Οι πρωτεΐνες αυτές πολύ συχνά παραμένουν ανενεργές, ενδεχομένως λόγω χαμηλής συγκέντρωσης βιταμίνης Κ2, η οποία απαιτείται προκειμένου να καρβοξυλιωθούν. Όπως υπογραμμίζει ο κ. Ξένος, η Κ2 ενεργοποιεί τις 2 σημαντικές πρωτεΐνες (οστεοκαλσίνη και matrix GLA) οι οποίες έτσι λειτουργούν ως «τροχονόμος» για το ασβέστιο, καθοδηγώντας το στα οστά και όχι στα αγγεία για καθίζηση. Το αντίθετο φαίνεται να συμβαίνει όταν δεν ενεργοποιηθούν οι 2 αυτές πρωτεΐνες.

«Συνυπολογίζοντας πολύ πρόσφατα στοιχεία μελετών, τα οποία εξετάζουν την συγχορήγηση βιταμίνης D και βιταμίνης Κ2, καταλήγουμε σε θετικά συμπεράσματα ως προς τη δράση αυτής της συνέργειας στην οστική πυκνότητα (BMD). Ωστόσο, η συνεργιστική δράση των βιταμινών D και Κ2 φαίνεται να μη σταματά μόνο στον οστίτη ιστό. Ο συνδυασμός αυτών των βιταμινών προάγει τον μεταβολισμό της ινσουλίνης, μέσα από την υπερδραστηριοποίηση των γονιδίων των υποδοχέων της ινσουλίνης, τη ρύθμιση της έκκρισης ινσουλίνης από τα β-κύτταρα του παγκρέατος, την ενίσχυση του πολλαπλασιασμού των β-κυττάρων και την εξομάλυνση της παραθυρεοειδικής ορμόνης».

Στο Πανεπιστήμιο του Cardiff αναπτύχθηκε πρόσφατα ένα μοναδικό συμπλήρωμα διατροφής σε μορφή στοματικού σπρέι βιταμίνης D3 (3.000 IU) και Κ2 (75 μg), το οποίο απορροφάται στον μέγιστο βαθμό από τον στοματικό βλεννογόνο και συνδυάζει με μοναδικό τρόπο τις ευεργετικές ιδιότητες της D3 με την Κ2. Μάλιστα, η Κ2 βρίσκεται υπό τη μορφή της πιο δραστικής μενακινόνης, της ΜΚ-7, και προέρχεται από λουλούδια.

Να σημειωθεί ότι η πρόσληψη 50 μgr Κ2 και πάνω απαιτεί παρακολούθηση του INR για τα άτομα που ακολουθούν αγωγή κουμαρινικών αντιπηκτικών. Τα παραπάνω δεν ισχύουν για αγωγή με ριβαροξαβάνη, όπου η ποσότητα της προσλαμβανόμενης βιταμίνης Κ (ανεξαρτήτως μορφών) δεν επηρεάζει το INR.



πηγή: onmed