“Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς που βασίλευε σε μια πολύ μακρινή χώρα. Ήταν καλός βασιλιάς αλλά είχε ένα πρόβλημα: ήταν βασιλιάς με διπλή προσωπικότητα. Υπήρχαν μέρες που σηκωνόταν από το κρεβάτι διαχυτικός, κεφάτος, ευτυχισμένος. Από το πρωί, οι μέρες εκείνες φαίνονταν υπέροχες. Οι κήποι του παλατιού έμοιαζαν ομορφότεροι. Οι υπηρέτες του-ένα παράξενο φαινόμενο-γίνονταν ευγενικοί και αποτελεσματικοί. Ενώ προγευμάτιζε, διαπίστωνε ότι στο βασίλειό του φτιάχνονταν τα καλύτερα άλευρα κι έβγαιναν τα νοστιμότερα φρούτα. Τις μέρες εκείνες ο βασιλιάς μείωνε φόρους, μοίραζε πλούτη, έκανε χάρες κι έφτιαχνε νόμους για την ειρήνη και την ευημερία των γερόντων. Κάτι τέτοιες μέρες, ο βασιλιάς έκανε αποδεκτά όλα τα αιτήματα των υποτακτικών και των φίλων του.
Ωστόσο, υπήρχαν και οι άλλες μέρες. Ήταν οι μαύρες μέρες. Από το πρωί αντιλαμβανόταν ότι θα προτιμούσε να είχε κοιμηθεί λίγο παραπάνω. Όμως, όταν το καταλάβαινε ήταν πια πολύ αργά και ο ύπνος είχε ήδη φύγει. Όσες προσπάθειες κι αν έκανε δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί οι υπηρέτες του ήταν τόσο κακόκεφοι και δεν έκαναν σωστά τη δουλειά τους. Ο ήλιος τον ενοχλούσε περισσότερο κι από τη βροχή. Το φαγητό δεν ήταν αρκετά ζεστό κι ο καφές κρύος. Με την ιδέα και μόνο ότι θα δεχόταν επισκέψεις στο γραφείο, ο πονοκέφαλός του δυνάμωνε. Κάτι τέτοιες μέρες ο βασιλιάς σκεφτόταν τις υποχρεώσεις του που εκκρεμούσαν, και τρόμαζε στη σκέψη και μόνο όσων είχε να τακτοποιήσει. Ήταν οι μέρες που ο βασιλιάς αύξανε τους φόρους, έκανε κατασχέσεις, πίεζε τους αντιπάλους του.. Φοβόταν το παρόν και το μέλλον και τον καταδίωκαν λάθη του παρελθόντος. Τις μέρες εκείνες, έφτιαχνε νόμους εις βάρος του λαού του και η λέξη που χρησιμοποιούσε πιο πολύ ήταν το “όχι”.
Επειδή ήξερε τα προβλήματα που του δημιουργούσαν αυτές οι αλλαγές στη διάθεση, ο βασιλιάς κάλεσε όλους τους σοφούς, τους μάγους και τους συμβούλους του βασιλείου, σε σύσκεψη. “Κύριοι”, τους είπε, “όλοι σας γνωρίζετε τις αλλαγές στη διάθεσή μου. Όλοι ευνοηθήκατε κάποτε από τα κέφια μου και υποφέρατε από τους θυμούς μου. Όμως αυτός που υποφέρει περισσότερο είμαι εγώ ο ίδιος, διότι τη μία μέρα ξεκάνω αυτά που έκανα την άλλη, όταν έβλεπα πολύ διαφορετικά τα πράγματα. Θέλω,κύριοι, να εργαστείτε όλοι μαζί ώστε να βρείτε μια θεραπεία, ένα φάρμακο ή ένα ξόρκι που να με κάνει να μην είμαι τόσο αισιόδοξος, ώστε να παραβλέπω τους κινδύνους, ούτε τόσο γελοία απαισιόδοξος ώστε να καταπιέζω και να πληγώνω όσους αγαπώ.”
Οι σοφοί δέχτηκαν την πρόκληση, και για κάμποσες εβδομάδες εργάστηκαν πάνω στο πρόβλημα του βασιλιά. Παρ’ όλα αυτά, καμία αλχημεία, κανένα μαγικό και κανένα βοτάνι δεν κατάφερνε να δώσει λύση στο θέμα. Τότε, οι σύμβουλοι παρουσιάστηκαν στο βασιλιά και ομολόγησαν την αποτυχία τους. Ο βασιλιάς έκλαψε. Το επόμενο πρωί, ένας παράξενος επισκέπτης ζήτησε ακρόαση από το βασιλιά. Ήταν ένας μυστηριώδης άνθρωπος με σκούρο δέρμα που φορούσε ένα φθαρμένο μανδύα που κάποτε θα ήταν λευκός. “Μεγαλειότατε” είπε κάνοντας μια υπόκλιση. “Στον τόπο απ’ όπου έρχομαι μιλούν για τα προβλήματά σας και για τη στεναχώρια σας. Ήρθα να σας δώσω τη γιατρειά.” Και χαμηλώνοντας το κεφάλι, έδωσε στο βασιλιά ένα δερμάτινο κουτάκι. Ο βασιλιάς, με έκπληξη και αδημονία, άνοιξε το κουτάκι κι έψαξε μέσα. Υπήρχε μόνο ένα ασημένιο δαχτυλίδι. “Ευχαριστώ” είπε ο βασιλιάς ενθουσιασμένος. “Είναι ένα μαγικό δαχτυλίδι;” “Aκριβώς αυτό είναι” απάντησε ο ταξιδιώτης, “μόνο που η μαγεία του δεν ενεργεί απλώς και μόνο όταν το φοράς στο δάχτυλο..” “Κάθε πρωί, όταν σηκώνεσαι, πρέπει να διαβάζεις την επιγραφή που έχει μέσα το δαχτυλίδι και να θυμάσαι τα λόγια αυτά κάθε φορά που θα βλέπεις το δαχτυλίδι στο δάχτυλό σου.” Ο βασιλιάς σήκωσε το δαχτυλίδι και διάβασε δυνατά:
“Πρέπει να ξέρεις ότι και αυτό θα περάσει” .

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ  "ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΝΑ ΣΚΕΦΤΕΙΣ"  ΤΟΥ ΧΟΡΧΕ ΜΠΟΥΚΑΙ